Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Οι καπιταλιστές

 Ο Γουίνστον έσκυψε κι έξυσε προσεκτικά την πληγή του. Άρχισε να τον τρώει πάλι. Πάντα ξαναγυρνούσε στο ίδιο σημείο : ήταν αδύνατο να ξέρει κανείς πως ήταν η ζωή πριν απο την Επανάσταση. Πήρε απο το συρτάρι του ένα βιβλίο ιστορίας για παιδιά που είχε δανειστεί απο την κυρία Πάρσονς κι άρχισε να αντιγράφει ένα απόσπασμα στο ημερολόγιό του:
Τα παλιά χρόνια πριν απο την ένδοξη Επανάσταση, το Λονδίνο δεν ήταν η όμορφη πόλη που ξέρουμε σήμερα. Ήταν μια σκοτεινή βρόμικη άθλια πόλη που σχεδόν όλοι πεινούσαν και εκατοντάδες χιλιάδες φτωχοί δεν είχαν παπούτσια να φορέσουν και στέγη να κοιμηθούν. Παιδιά σαν κι εσάς έπρεπε να δουλεύουν δώδεκα ώρες την ημέρα για απάνθρωπα αφεντικά που τα μαστίγωναν αν εργάζονταν αργά και τους έδιναν να τρώνε ένα σκέτο μπαγιάτικο ξεροκόμματο και νερό. Αλλά μέσα σ'όλη αυτή την τρομερή φτώχεια υπήρχαν μερικά όμορφα μεγάλα σπίτια, όπου ζούσαν πλούσιοι άνθρωποι και είχαν τριάντα άτομα να τους υπηρετούν. Αυτοί οι πλούσιοι άνθρωποι λέγονταν καπιταλιστές. Ήταν χοντροί, άσχημοι, με άγρια πρόσωπα, σαν αυτόν που βλέπετε στη διπλανή σελίδα. Βλέπετε πως είναι ντυμένος, μ'ένα μακρύ μαύρο σακάκι που το έλεγαν ρεντιγκότα κι ένα περίεργο γυαλιστερό καπέλο που είχε σχήμα σωλήνα της σόμπας και λεγόταν ημίψηλο. Αυτό ήταν το ντύσιμο των καπιταλιστών και δεν επιτρεπόταν να το φορέσει κανείς άλλος. Οι καπιταλιστές εξουσίαζαν το κάθε τι στον κόσμο και όλοι οι άλλοι ήταν σκλάβοι τους. Κατείχαν όλη τη γη, όλα τα σπίτια, όλα τα εργοστάσια και όλα τα χρήματα. Αν κάποιος του έδειχνε ανυπακοή μπορούσαν να τον ρίξουν στη φυλακή ή να τον διώξουν από τη δουλειά του και να τον αφήσουν να πεθάνει της πείνας. Όταν ένας κοινός άνθρωπος μιλούσε σ'έναν καπιταλιστή, έπρεπε να υποκλίνεται με δουλοπρέπεια, να σκύβει το κεφάλι του, να βγάζει το καπέλο του και να τον αποκαλεί "Κύριο". Ο αρχηγός των καπιταλιστών λεγόταν Βασιλιάς, και....
 
Αλλά ο Γουίνστον ήξερε τα υπόλοιπα. Θ ανέφεραν τους επισκόπους με τα πολυτελή άμφια, τους δικαστές με τις τηβέννους από ερμίνα, τις μηχανές βασανιστηρίων, τον τροχό, τα μαστίγια, το συμπόσιο του Λόρδου Δημάρχου και τη συνήθεια να φιλούν τα πόδια του Πάπα. Υπήρχε επίσης αυτό που λεγόταν jus primae noctis, που μάλλον δε θα το ανέφεραν στα σχολικά βιβλία των παιδιών. Ήταν ο νόμος που έδινε το δικαίωμα στους καπιταλιστές να κοιμούνται με όποια γυναίκα δούλευε στα εργοστάσιά τους.


απόσπασμα προς αφύπνηση από το "1984 : Ο Μεγάλος Αδερφός" του George Orwell