Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Ο βασιλιάς - μέρος τέταρτο

Ξαφνικά, εκεί που φαινόταν ότι τα πράγματα στο μυαλό του είχαν ηρεμήσει και ξεκαθαρίσει, ένιωσε για άλλη μια φορά αυτό το έντονο συναίσθημα. Για άλλη μια φορά έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει και να μένει. Δεν μπορούσε να κρύψει αυτή την ένταση. Ήταν όμως μπροστά στη σύζυγό του και στους μουσικούς. Τι μπορούσε να κάνει; Δεν μπορούσε να σηκωθεί να της μιλήσει. Η Άννα είχε την προσοχή της πάνω του. Του κρατούσε το χέρι. Αυτός όμως έδειχνε τελείως αδύναμος μπροστά στα συναισθήματά του.

Πριν εμφανιστεί για δεύτερη φορά η Σιμόνη, ο βασιλιάς αποφάσισε να κάνει την κίνησή του. Ήξερε πως αν δεν δρούσε γρήγορα, άλλη μια φορά η ευκαιρία του θα έφευγε. Αποφάσισε να σηκωθεί και να πάει στις κουζίνες, και να τη βρει εκεί. Θα την απομάκρυνε από τους υπόλοιπους υπηρέτες, και θα της πρότεινε ένα σημείο να συναντηθούν.«Τη δύση, στο χώρο για τους μουσικούς, στον κήπο». Αυτό θα της έλεγε και μετά θα έφευγε. Θα γυρνούσε στο τραπέζι και θα έκανε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Επανέλαβε ακόμα μία φορά «Τη δύση, στο χώρο για τους μουσικούς, στον κήπο». Έπρεπε να σηκωθεί και να πάει στην κουζίνα. Γρήγορα, πριν το μετανιώσει και μετά είναι αργά.

Η Σιμόνη εμφανίστηκε για δεύτερη φορά. Αυτή τη φορά άφησε πιάτα στο τραπέζι. Για μια στιγμή, ο βασιλιάς νόμιζε οτι τον κοίταξε. Όταν αυτή απομακρύνθηκε ξανά στην κουζίνα, ο βασιλιάς αποφάσισε να σηκωθεί. Σε κανονικές περιπτώσεις δεν χρειαζόταν να δώσει αναφορά σε κανέναν για το που θα πήγαινε. Ένιωσε όμως εκείνη τη στιγμή οτι έπρεπε να πει κάτι, τουλάχιστον στην Άννα. Κατέληξε στη δικαιολογία του ελέγχου για άλλη μια φορά. Της είπε πως ήθελε να ρωτήσει κάτι για το κρασί. Η Άννα τον πίστεψε, τον φίλησε και τον άφησε να φύγει. Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε από τον εαυτό του με την κυνικότητά του. Είχε όμως στο μυαλό του άλλα. Έπρεπε να τη βρεί και να την απομακρύνει.

Πηγαίνοντας τοίχο-τοίχο, έφτασε στο χώρο της κουζίνας. Κοίταξε μέσα. Περίπου πέντε υπηρέτες εργάζονταν πάνω από κατσαρόλες, εστίες και πάγκους. Δεν άργησε να εντοπίσει τη Σιμόνη. Αρχικά σκέφτηκε πως θα ήταν σωστό να μπει μέσα και να της ζητήσει να απομακρυνθούν. Το ξανασκέφτηκε. Δεν ήταν καλή ιδέα. Δεν ήθελε να σηκώσει για άλλη μια φορά κύμα περιέργειας και σχολίων απο τους υπηρέτες. Είχε πληροφορηθεί ότι το παλάτι είχε βουίξει από τα σχόλια για την περιπλάνησή του στους διαδρόμους. Δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο πάλι. Αποφάσισε λοιπόν να περιμένει στην πόρτα και μόλις αυτή έβγαινε, να την έπιανε απο το χέρι και να την πήγαινε στο βάθος του διαδρόμου. Έτσι θα έκανε. Περίμενε απλώς την κατάλληλη στιγμή. Δεν ήθελε να καθυστερήσει. Το τραπέζι τον περίμενε.

Η Σιμόνη προχωρούσε τώρα προς την πόρτα. Δεν είχε δεί το βασιλιά. Όταν εκείνη εμφανίστηκε στην πόρτα, ο βασιλιάς, με μία γρήγορα έπιασε το χέρι της. Ένιωσε ότι η Σιμόνη τρομοκρατήθηκε. Τέτοια πράγματα φαίνονται. Εκείνη, λίγο έλειψε να βγάλει μια μικρή κραυγή. Ο βασιλιάς το κατάλαβε και της έκλεισε το στόμα με την παλάμη του. Είδε τα μάτια της ,τρομοκρατημένα, να τρέχουν δεξιά και αριστερά στα δικά του μάτια. Ο βασιλιάς ένιωσε τόσο αδύναμος μπροστά σε αυτό το θέαμα. Για λίγο δίστασε να ξεκινήσει τη φράση του. «Τη δύση, στο χώρο για τους μουσικούς, στον κήπο» της είπε τελικά. Εκείνη, με τα μάτια γουρλωμένα, έγνεψε με το κεφάλι της. Ο βασιλιάς άφησε το χέρι του απο το στόμα της και έμεινε να την κοιτάζει. Μετά άφησε και το χέρι της. Αφού την κοίταξε στα μάτια για μία τελευταία φορά, κινήθηκε γρήγορα προς το τέλος του διαδρόμου, στην τραπεζαρία.

Εκεί τον υποδέχτηκαν με χαμόγελο. Η Άννα τον κοιτούσε στα μάτια. Την κοίταξε και εκείνος. Με τα μάτια της του χαμογέλασε και τον προσκάλεσε να κάτσει δίπλα της. Ο βασιλιάς, αφού κάθισε, προσπάθησε να συγκεντρωθεί για να καταφέρει να δείχνει φυσιολογικός, και να μην κινήσει καμία υποψία. Αν και γενικά ήταν πολύ εκφραστικός και συνήθως καταλάβαινε κανείς εύκολα το αν ήταν νευρικός ή όχι, εκείνη τη στιγμή οι αντιδράσεις του ήταν άψογες. Κανείς δεν υποψιάστηκε τίποτα. Το μόνο που είχε να κάνει λοιπόν, ήταν να περιμένει να περάσουν οι ώρες. Οι ώρες όμως ποτέ δεν περνάνε, όταν κάποιος τις περιμένει. Το απόγευμα πέρασε, και ο βασιλιάς καθόταν στο περβάζι και κοιτούσε έξω χωρίς να κάνει τίποτα άλλο. Προσπάθησε να ασχοληθεί με τα θέματα του εμπορίου, αλλά μάταια. Το μυαλό του δεν μπορούσε να περιμένει. Στη σκέψη του έφερνε πάλι τα μάτια της να κινούνται γρήγορα στα δικά του.

Καθώς ο ήλιος σιγά σιγά χανόταν στα βουνά, ο βασιλιάς άρχιζε να προετοιμάζεται ψυχολογικά για τη συνάντηση. Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του για να κάνει. Πήγαινε σχεδόν στα τυφλά. Περίμενε ο ήλιος να χαθεί εντελώς πίσω απο τους μακρινούς λόφους και όταν και η τελευταία δέσμη φωτός εξαφανίστηκε απο τα σύννεφα άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Βγήκε έξω και ένιωσε ένα κρύο αέρα να σφυρίζει στα αυτιά του που έκανε το σώμα του να ανατριχιάζει. Χνώτα απο το στόμα του.

Αυτή ήταν εκεί ήδη. Όταν ο βασιλιάς πλησίασε, η Σιμόνη ήταν αφηρημένη. Έφτασε πια πολύ κοντά της για να αντιληφθεί αυτή την παρουσία του. Τον κοίταξε στα μάτια με ένα αθώο βλέμμα. Εκείνος την πλησίαζε. Έφτασε σε απόσταση αναπνοής απο αυτήν και έμεινε για άλλη μια φορά να την κοιτάζει στα μάτια. Αυτή, που μέχρι τώρα δεν του είχε μιλήσει ποτέ, τον κοίταζε τρομαγμένη και μπερδεμένη. Όταν ο βασιλιάς της χαμογέλασε, η υπηρέτρια έμεινε ανέκφραστη. Ο βασιλιάς έκανε το επόμενο βήμα. Την έπιασε από τη μέση και τη φίλησε. Ένιωσε πάλι το κορμί της τρομοκρατημένο και την έσφιξε πιο πολύ. Εκείνη δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι συνέβαινε. Ίσως επειδή δεν μπορούσε να συνδέσει στο μυαλό της ακόμα ότι ο ίδιος ο βασιλιάς, ήταν ο άνθρωπος που εκείνη τη στιγμή την είχε αγκαλιάσει και τη φιλούσε. Ήταν ίσως το τελευταίο πράγμα που περίμενε να συμβεί εκείνη τη μέρα. Ο βασιλιάς της τη φιλούσε.

Γύρισε στο δωμάτιό της, μπερδεμένη, με το πρόσωπό της ακόμη ζεστό. Αμίλητη πήγε στο κρεβάτι της. Ίσως να ήταν κάτι που είχε φανταστεί. Άλλα θα συνειδητοποιούσε αν ήταν όντως η φαντασία της την επόμενη μέρα«Τη δύση, στο χώρο για τους μουσικούς, στον κήπο» καθώς ο βασλιάς της ζήτησε να ξανασυναντηθούν. Οι σκέψεις της γυρνούσαν στην Άννα. Και ήταν σκέψεις που γέμιζαν τις φλέβες της με δηλητήριο.(τέλος τέταρτου μέρους)

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Ο βασιλιάς - μέρος τρίτο

Το επόμενο πρωί ο βασιλιάς ξύπνησε από τις αστραπές και τον ήχο της βροχής. Είχε σκοπό να ψάξει τη Σιμόνη. Θα περιπλανιόταν στους διαδρόμους. Θα την έψαχνε παντού. Βέβαια ήξερε πως αν ρωτούσε υπηρέτες για τη Σιμόνη σίγουρα δεν θα του έβγαινε σε καλό. Θα τον υποψιάζονταν. Και ποιος βασιλιάς θέλει να τον υποψιάζονται οι υπηρέτες του; Ποιος βασιλιάς θέλει να περιφέρεται το όνομά του ανάμεσα σε χείλη υπηρετών για τέτοια θέματα. Προφανώς ο βασιλιάς το είχε σκεφτεί αυτό και δεν σκόπευε να ρωτήσει κανέναν για να βρει την κοπέλα. Θα έψαχνε μόνος του. Ακόμα και αν δεν είχε ιδέα σε ποιόν τομέα του τεράστιου κάστρου αυτή εργαζόταν.

Όλη τη μέρα περιφερόταν στους πολυδαίδαλους διαδρόμους του κάστρου. Περιφερόταν στους κήπους, στα δωμάτια, στα υπόγεια. Προσπαθούσε να αγνοήσει τα περίεργα βλέμματα των υπηρετών που έκπληκτοι έβλεπαν το βασιλιά στο υπόγειο. Φυσικά κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει γιατί βρισκόταν εκεί. Ακόμα και μέλη του συμβουλίου δίσταζαν να τον ρωτήσουν.

Στο τέλος της ημέρας, και ενώ ο βασιλιάς κουρασμένος πλέον καθόταν με την Άννα, το γεγονός ότι ο βασιλιάς είχε από το πρωί περάσει από όλους τους τομείς ήταν ήδη το πρώτο θέμα συζήτησης ανάμεσα στους υπηρέτες. Κανείς βέβαια δεν είχε ακόμα υποψιαστεί το τι μπορεί να έκανε ο βασιλιάς στους τομείς. Πολλοί έλεγαν πως ξύπνησε μέσα του ο πόνος για το χαμό του πατέρα του και έψαχνε να βρει το δολοφόνο. Άλλοι έλεγαν πως πέρασε για έλεγχο, για μια αιφνίδια επιθεώρηση στους τομείς, κάτι στο οποίο δεν τους είχε συνηθίσει ούτε αυτός, ούτε ο πατέρας του πριν από αυτόν.

Σαφώς, η απουσία του έγινε αισθητή στην Άννα, η οποία τον ρώτησε αργά το βράδυ. Εκείνος δυσκολεύτηκε να βρει δικαιολογία. Κατέληξε στο ψέμα της επιθεώρησης. Εκείνη, αγνοώντας τις συνθήκες του βασιλείου τον πίστεψε. Ο βασιλιάς, πριν κοιμηθεί, άρχισε να σκέφτεται. Περιέργως για κάποιον ερωτευμένο οι σκέψεις του δεν τριγυρνούσαν στη Σιμόνη. Ούτε στο που θα έψαχνε την επόμενη μέρα. Ούτε σε ένα καλύτερο σχέδιο από το να ψάχνει στα τυφλά. Ούτε στην επόμενη δικαιολογία. Αυτή τη φορά, ο βασιλιάς είδε με τα μάτια της λογικής του. Το πόσο εύκολα έπεισε την Άννα τον έκανε να νιώθει επίπονες τύψεις. Έτσι σαν να αναθεώρησε για τον έρωτα. Έπεισε τον εαυτό το ότι αυτό που τον διαπέρασε αυτή τη μέρα ήταν ένας ενθουσιασμός, για κάτι που ήταν ουσιαστικά τόσο μακριά του. Επιπλέον σκέφτηκε τη θέση του. Ήταν πια βασιλιάς, παντρεμένος με μια υπέροχη, πανέμορφη, προικισμένη γυναίκα, που μάλιστα κυοφορούσε το παιδί του.

Καθώς ,σκέψη με τη σκέψη, η ιδέα του έρωτα εκφυλιζόταν στο μπερδεμένο μυαλό του βασιλιά, μια ακόμα φρικτή σκέψη ήρθε να καρφωθεί στο κεφάλι του. Ήταν μια σκέψη, που αυτή τη φορά χτυπούσε δυνατά το υποσυνείδητό του. Ο βασιλιάς προσπάθησε να σταματήσει να το σκέφτεται αλλά δεν μπόρεσε. Ένα ρίγος τον διαπέρασε καθώς ήρθε στη μνήμη του ο πατέρας του. Είναι περίεργο το πως κάποιοι άνθρωποι θυμούνται κάποια πράγματα πολύ έντονα και άλλα πράγματα τους διαφεύγουν. Ο βασιλιάς δεν θυμόταν πότε και απο ποιόν πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του. Θυμόταν όμως τη θλίψη. Ο πατέρας του ήταν το μόνο πρόσωπο που τον κρατούσε όρθιο στις δύσκολες αποφάσεις. Όταν τον έχασε, έχασε και τα πιο ισχυρά του θεμέλια. Εκείνη τη στιγμή ο βασιλιάς ήταν που πίστεψε περισσότερο από ποτέ στη δηλητηρίαση του πατέρα του. Μια δολοφονία από έναν υπηρέτη. Για κάποιο περίεργο λόγο, τώρα πια αυτό το σενάριο του φαινόταν το πιο πιθανό. Ο λόγος βέβαια που ήθελε να το βγάλει απο το μυαλό του ήταν επειδή και η Σιμόνη ήταν μια υπηρέτρια. Ένας αναπάντεχος θυμός φούντωσε στο μυαλό του βασιλιά εκείνη τη στιγμή για τους υπηρέτες. Και πως θα μπορούσε ο ίδιος να έχει ερωτική σχέση με μια υπηρέτρια, από τη στιγμή που υπηρέτες δολοφόνησαν τον πατέρα του;

Το άλλο πρωί ο βασιλιάς ήταν κουρασμένος από τις σκέψεις του. Αποφάσισε λοιπόν να μην ασχοληθεί με αυτό το θέμα εκείνη τη μέρα. Έτσι και έκανε. Ασχολήθηκε με τα θέματα των πολιτών, που για κάποιο λόγο εκείνη τη μέρα ήταν πολύ περισσότερα από το συνηθισμένο. Λαός που ερχόταν απο την πόλη για να καταγγείλει, να κάνει παράπονα, να ευχαριστήσει, να προωθήσει την παραγωγή του στο παλάτι. Απλοί, φτωχοί άνθρωποι που ο βασιλιάς ήξερε οτι στήριζαν πάνω του τις ελπίδες τους. Εκείνο το μεσημέρι ήρθαν και μουσικοί. Οι μουσικοί ήταν οι αγαπημένοι του βασιλιά. Πριν το φαγητό λοιπόν τους συνόδεψε, μαζί με την Άννα, στον ειδικό χώρου που είχε διαμορφώσει στην αυλή του και τους παρακάλεσε να παίξουν όσο περισσότερο μπορούσαν.

Ο βασιλιάς το ήξερε οτι η μουσική τον γιάτρευε. Όταν ήταν μπερδεμένος, όταν ήταν λυπημένος, όταν ήταν χαρούμενος, όταν ήταν κουρασμένος, πάντα καλούσε τους καλύτερους μουσικούς της περιοχής και τους παρακαλούσε να του παίξουν μουσική. Φυσικά τους πλήρωνε αντάξια. Ο βασιλιάς πίστευε πως η μουσική είναι η ύψιστη τέχνη. Πίστευε πως έχει την ιδιότητα να καθαρίζει το μυαλό, να ξεκουράζει το πνεύμα και να τον ηρεμεί όποτε αυτός ήταν πιεσμένος. Κάθε καλός μουσικός είχε πάντα μια θέση στο κάστρο του βασιλιά. Πίστευε πως, από τις τέχνες, η μουσική ήταν αυτή για την οποία άξιζε να δαπανήσει τα περισσότερα χρήματα.

Όπως κάθε άλλη φορά, έτσι και τότε, ακούγοντας μουσική έχοντας τα δάχτυλά του μπλεγμένα με της Άννας, κατάφερε να διώξει τις κακές σκέψεις απο το κεφάλι του. Όλες αυτές οι δυσάρεστες σκέψεις που έκαναν βόλτες στο μυαλό του όλη τη μέρα είχαν πια ξεχαστεί.

Ο βασιλιάς ήταν τόσο ενθουσιασμένος με τους μουσικούς που τους κάλεσε να φάνε μαζί του εκείνο το μεσημέρι. Καθώς όλοι μαζί περίμεναν στην τραπεζαρία για το φαγητό, εμφανίστηκε απο την πόρτα ένα θέαμα που ο βασιλιάς δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δει. Η Σιμόνη. Ο βασιλιάς ανατρίχιασε.(τέλος τρίτου μέρους)

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Ο βασιλιάς - μέρος δεύτερο

Ο βασιλιάς ήταν στο θρόνο ήδη δέκα μήνες όταν μια άμαξα με τέσσερα μαύρα άλογα έφτασε έξω από τις μεγάλες πύλες. Ήταν ένας κήρυκας από ένα παραπλήσιο βασίλειο. Η λόγος της επίσκεψής του ήταν ένα νέο που φυσικά δεν άργησε να ταξιδέψει σαν ψίθυρος στο κάστρο. Ήταν μια πρόταση για συνοικέσιο του βασιλιά με την κόρη του βασιλιά του συμμαχικού βασιλείου. Ένας γάμος που θα ένωνε δύο μεγάλα βασίλεια και δύο τεράστιες περιουσίες, ενώ η πολιτική σκοπιμότητα φυσικά δέσποζε. Τα συνοικέσια ήταν κάτι συνηθισμένο την εποχή εκείνη ,μετά τους μεγάλους πολέμους, καθώς οι βασιλείς ήθελαν με κάθε τρόπο να συμμαχούν και να έχουν καλές σχέσεις με δυνατά βασίλεια. Παρά τη συνθήκη ειρήνης και ενότητας που έβαλε τέλος στους μεγάλους πολέμους , τα βασίλεια είχαν χωριστεί εκ νέου σε συμμαχίες, δίνοντας πλέον στη συνθήκη μια τυπική πια ισχύ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρότειναν στο βασιλιά το γάμο με σκοπό την ένωση του άλλου βασιλείου στη συμμαχία στην οποία είχε ενταχθεί η πόλη όσο ο πατέρας ζούσε.

Σε λίγες μέρες έφτασε η ίδια άμαξα έξω από τις μεγάλες πύλες, αυτή τη φορά με την κόρη του βασιλιά, την Άννα, η οποία είχε έρθει για την καθιερωμένη γνωριμία με το βασιλιά. Η Άννα ήταν περίπου είκοσι χρονών, σε ηλικία για γάμο. Είχε ξανθά σγουρά μαλλιά, γαλάζια μάτια και λευκό δέρμα. Ήταν μια έξυπνη, πολυτάλαντη γυναίκα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και γνώσεις στην πολιτική και τη μουσική. Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε από τη γνωριμία του με την Άννα. Τόσο ο δυναμικός της χαρακτήρας όσο και η ομορφιά της γοήτευσαν το βασιλιά. Δεν πέρασαν δύο μέρες, όταν οι υπηρέτες πήραν στα χέρια τους μια γιγάντια λίστα με δουλειές για την προετοιμασία του γάμου. Η τελετή θα γινόταν σε μια βδομάδα και ,όσο μεγάλη διορία και αν φαίνεται, κάθε ώρα που περνούσε ανεκμετάλλευτη ήταν κάτι που ζημίωνε την πρόοδο της προετοιμασίας.

Σε μία βδομάδα ήταν πια όλα έτοιμα. Η τελετή έγινε και ακολούθησε μια μεγαλοπρεπέστατη εκδήλωση με άφθονο φαγητό και μουσική. Έκλεισε με ένα λόγο του βασιλιά γεμάτο αλλοτριωμένες ευχαριστίες και υποσχέσεις, όπως αρμόζει σε ένα βασιλιά που σέβεται τον εαυτό του όταν εκφωνεί ένα λόγο. Για το συγκεκριμένο λόγο, ο βασιλιάς είχε μεγάλο άγχος. Δεν είχε την ηγετική φυσιογνωμία του πατέρα του και το στόμφο που τον χαρακτήριζε, ακόμα τουλάχιστον, και δυσκολεύτηκε να κάνει το λόγο του να φαίνεται δυναμικός. Είχε βέβαια στο πλευρό του συμβούλους που όλοι τους είχαν γνωρίσει και βοηθήσει τον πατέρα του.

Όταν κόπασε ο πανικός της τελετής και το βασίλειο είχε επανέλθει στην καθημερινότητά του, ο βασιλιάς άρχισε να περνά χρόνο με τη σύζυγό του. Η Άννα τον είχε εντυπωσιάσει με τις γνώσεις της, όχι μόνο πάνω στη μουσική. Ήταν μια πανέξυπνη, μορφωμένη κοπέλα, από αυτές που ο βασιλιάς πίστευε ότι σπάνιζαν. Ο βασιλιάς ήταν πανευτυχής που κατάφερε αφενός να συνάψει μια συμφωνία για τη συμμαχία του αλλά αφετέρου ότι το αντάλλαγμα για αυτό ήταν τόσο προικισμένο. Το ζευγάρι περνούσε πολλές ώρες μαζί, στα δωμάτια της μουσικής καθώς και οι δύο είχαν πολλές γνώσεις πάνω στην τέχνη αυτή. Η Άννα ήταν εξίσου ενθουσιασμένη και ερωτευμένη με το βασιλιά. Έβρισκαν πολλά κοινά σημεία και γρήγορα δημιουργήθηκε μια άψογη χημεία μεταξύ τους. Όσο περνούσε ο καιρός δένονταν όλο και περισσότερο μεταξύ τους.

Ήταν τότε, που η σχέση τους ήταν στο καλύτερό της στάδιο, όταν η Άννα ανακοίνωσε στο βασιλιά την εγκυμοσύνη της. Ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες στη ζωή του νεαρού βασιλιά και ήταν ένα γεγονός που ήθελε να το γιορτάσει με μια εκδήλωση για τα μέλη του συμβουλίου, τη βασιλική οικογένεια και πολλούς πορφυρούς από όλα τα γένη. Έτσι και έγινε. Η τελετή ήταν ακόμα μια φορά μεγαλοπρεπής. Οι υπηρέτες είχαν ακόμα μια φορά δύσκολη δουλειά. Η Σιμόνη ήταν ακόμα μια φορά υπεύθυνη για τη μεταφορά των τροφίμων από την κουζίνα στο χώρο της τραπεζαρίας. Έτρεχε ασταμάτητα για να καταφέρει να κάνει τη δουλειά της. Ήταν δύσκολο για έναν υπηρέτη να συναναστρέφεται με πορφυρούς, και πόσο μάλλον με καρπούς. Οι νεαροί, κακομαθημένοι αριστοκράτες δεν έχαναν ευκαιρία να κάνουν πρόστυχα αστεία σε βάρος της Σιμόνης, πράγμα που φυσικά περνούσε ασχολίαστο από τους καλεσμένους που καμιά φορά γελούσαν. Η δε Σιμόνη είχε μάθει να μη δίνει σημασία σε τέτοια περιστατικά και αγνοούσε τα πειράγματα εις βάρος της. Η νεαρή υπηρέτρια όμως δεν περνούσε απαρατήρητη. Και φυσικά, επόμενο ήταν να γίνει αισθητή και από το βασιλιά.

Ο βασιλιάς ταράχτηκε τόσο πολύ όταν είδε τη Σιμόνη που έμεινε για λίγο να την κοιτάει έκθαμβος από την απίστευτη ομορφιά της. Ήταν εκείνη η στιγμή που ο βασιλιάς ένιωσε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Ο βασιλιάς ακολούθησε με το βλέμμα του τη Σιμόνη όπου και αν πήγαινε και συχνά αφαιρούταν από τη συζήτηση του με τους αριστοκράτες πορφυρούς. Πέρασε από το μυαλό του να τη φωνάξει στο τραπέζι του για να την παρατηρήσει. Για κάποιο λόγο, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά, και το στόμα του σαν από μόνο του την κάλεσε. Η Σιμόνη, γνωρίζοντας καλά το πρόσωπο του βασιλιά έσπευσε δίπλα του και με μια χαριτωμένη υπόκλιση και σηκώνοντας διακριτικά την άκρη του φορέματός της του χαμογέλασε περιμένοντας τη διαταγή. Ο βασιλιάς, άναυδος από το θέαμα που αντίκρισε, σάστισε και έμεινε αμίλητος για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνέλθει και να της ζητήσει να του φέρει κρασί. Εκείνη αποκρίθηκε κουνώντας ντροπαλά το κεφάλι της και απομακρύνθηκε. Ο βασιλιάς έμεινε να κοιτάζει στο κενό και επανήλθε μόνο με ένα χάδι της Άννας, η οποία είχε διαισθανθεί το πόσο αφηρημένος ήταν ο σύζυγός της.

Εκείνο το βράδυ ο βασιλιάς δεν είχε ύπνο. Η σκέψη του ακολουθούσε συνεχώς τη Σιμόνη, αυτή την πανέμορφη υπηρέτρια. Έφερνε στο μυαλό του τη στιγμή που την είδε συνέχεια αρκετές φορές μέχρι που, κουρασμένος πια, αποκοιμήθηκε. Απεναντίας η Σιμόνη δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στο συμβάν. Το μόνο που συγκράτησε ήταν η γοητεία του βασιλιά. Τα μάτια του ήταν πράσινα και θυμόταν πως την κοιτούσαν επίμονη από τη στιγμή που αυτή έφτασε κοντά του. Δεν είχε σκεφτεί καν ότι αυτό το βλέμμα θα μπορούσε να είναι ερωτικό. Κανένας υπηρέτης δεν θα μπορούσε να το σκεφτεί. Δεν υπήρχε κοινωνική ευελιξία και επομένως κανείς δεν σκεφτόταν ότι ένας βασιλιάς θα κοιτούσε ερωτικά μια υπηρέτρια.(τέλος δεύτερου μέρους)

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Ο βασιλιάς - μέρος πρώτο

Ο βασιλιάς στέφθηκε νέος. Αφού ο πατέρας του πέθανε σε μικρή σχετικά ηλικία από τύφο, ο βασιλιάς ήταν ο πρωτότοκος γιος, επομένως και ο διάδοχος του θρόνου. Για την ακρίβεια, τα αίτια του θανάτου του πατέρα του ήταν ουσιαστικά άγνωστα, γιατροί όμως είχαν κάνει αυτή τη διάγνωση. Παρόλα αυτά, οι φήμες για δηλητηρίαση του πατέρα από κάποιον από τους υπηρέτες του πλανιόταν στους διαδρόμους του παλατιού. Ο βασιλιάς όμως δεν έδινε σημασία στις φήμες. Κυρίως στις φήμες που προέρχονταν από τους υπηρέτες. Βαθιά μέσα του όμως άφηνε ένα παραθυράκι. Ίσως έδινε πιθανότητες στη φήμη να ισχύει, απλώς δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Όμως κάτι που του διέφευγε ήταν το ότι η δυσπιστία του αυτή ήταν γνωστή στο παλάτι. Δεν σκεφτόταν όμως ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε εύκολα να συμβεί και σε αυτόν. Οι υπηρέτες ήταν πολύ κατώτερης κοινωνικής τάξης από αυτόν και σίγουρα δεν είχαν και πολλά πράγματα να χάσουν. Τίποτα από αυτά δεν είχε περάσει από το μυαλό του νεαρού βασιλιά.

Το κάστρο ήταν αρκετά μεγάλο για να χωράει τη βασιλική οικογένεια και περίπου πενήντα υπηρέτες και συμβούλους του βασιλιά. Ήταν χτισμένο σε ένα λόφο, λίγο έξω από την κοντινή κωμόπολη. Κανένας μύθος δε στοίχειωνε το κάστρο αυτό. Την εποχή εκείνη τύχαινε να επικρατεί ηρεμία στην περιοχή. Οι μεγάλοι πόλεμοι είχαν σταματήσει όταν ακόμα ο πατέρας του βασιλιά ήταν νεαρός, περίπου στην ηλικία του. Πολίτες, έμποροι, σύμβουλοι, πολιτικοί, βάρδοι διάβαιναν καθημερινά τις μεγάλες πύλες του κάστρου. Η αυλή που περικύκλωνε το κτήριο ήταν στολισμένη με διάσπαρτα δέντρα και θάμνους, κάτι συνηθισμένο την εποχή εκείνη. Ο βασιλιάς έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τη μουσική και για αυτό το λόγο είχε χρησιμοποιήσει μια γωνία της αυλής ως ένα χώρο ειδικά διαμορφωμένο για τους πλανόδιους μουσικούς και τους βάρδους που έρχονταν να εξιστορήσουν κατορθώματα και ήρωες από το παρελθόν με τις μουσικές τους.

Καθώς η βασιλεία αυτή είχε ως χαρακτηριστικό της την αριστοκρατία, μόνο όσων η καταγωγή τους το επέτρεπε μπορούσαν να συμμετάσχουν, έστω και με συμβουλές ή συμμετοχές στα συμβούλια, στα πολιτικά πράγματα της περιοχής. Ξεκινώντας από το γένος του βασιλιά διακλαδώνονταν όλα τα γένη των αριστοκρατικών οικογενειών, οι ρίζες των οποίων χάνονταν στους αιώνες. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιοχής μπορεί να είχαν αλλάξει ριζικά κατά τους αιώνες, σχεδόν καμία όμως αλλαγή δεν είχε επέλθει στις αριστοκρατικές οικογένειες, γνωστές και ως "πορφυροί". Οι γόνοι των πορφυρών ονομάζονταν "καρποί" μέχρι να κλείσουν τα είκοσι τους χρόνια. Οι πορφυροί θεωρούνταν, εδώ και αιώνες, αξιοσέβαστοι και αξιέπαινοι. Η αλήθεια είναι όμως ότι ελάχιστοι από τους πολίτες το πίστευαν αυτό. Η φτώχεια ήταν, αν όχι απελπιστική, σίγουρα δεσπόζουσα στη ζωή της πόλης. Και αυτό γιατί ένα τεράστιο μέρος των εισοδημάτων από τα χωράφια συλλεγόταν στο παλάτι και από εκεί γινόταν ο χωρισμός και η μοιρασιά τους.

Όλη η υπόλοιπη μερίδα του πληθυσμού, και αυτή ήταν η συντριπτικά μεγαλύτερη, ήταν ο απλός λαός, γνωστός και ως "τάξη". Όσοι περιλαμβάνονταν στην τάξη ήταν άνθρωποι με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, εργάτες, χωρικοί, νοικοκυρές, κτηνοτρόφοι. Η κοινωνική ευελιξία ήταν κάτι το ανύπαρκτο την εποχή εκείνη, επομένως κανείς ταξικός δεν είχε στη ζωή του την ευκαιρία να συμμετάσχει στα κοινά ή να λάβει μέρος στην πολιτική εξουσία. Για την ακρίβεια, ούτε καν το σκέφτονταν οι πορφυροί πως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί, πόσο μάλλον οι ταξικοί. Η φτώχεια ήταν πια κάτι σύνηθες. Κανείς δεν παραπονιόταν και όλοι είχαν μάθει να ζουν με αυτή. Καμιά φορά φαινόταν πως οι ταξικοί απολάμβαναν τη ζωή περισσότερο από τους πορφυρούς, κάτι φαινομενικά οξύμωρο αν σκεφτεί κανείς τις συνθήκες ζωής και των δύο. Από την τάξη των ταξικών προέρχονταν και οι υπηρέτες του παλατιού που συνήθως μεταβίβαζαν αυτή την ιδιότητα στα παιδιά τους. Έτσι οι οικογένειες των υπηρετών ήταν περίπου οι ίδιες για χρόνια. Κανείς όμως δεν έδινε σημασία στους υπηρέτες. Αποτελούσαν μια προνομιούχα μερίδα των ταξικών αφού ήταν εσώκλειστοι στο παλάτι και συντηρούνταν αξιοπρεπώς σε σχέση με άλλους ταξικούς. Η μόνη έξοδός τους από τις μεγάλες πύλες του κάστρου ήταν η καθημερινή διαδρομή μέχρι την πόλη για την αγορά των αγαθών πρώτης ανάγκης με χρήματα από το βασιλιά. Ήταν και η μόνη τους ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με ανθρώπους της ίδιας κοινωνικής τάξης με αυτούς.

Από αυτή την τάξη των υπηρετών προερχόταν η Σιμόνη, της οποίας αμφότεροι οι γονείς εργάζονταν ως μάγειρες στις κουζίνες του παλατιού. Η δουλειά ήταν επόμενο να μεταβιβαστεί στη Σιμόνη, η οποία ως μεγαλύτερη κόρη των γονιών της ήταν και υπεύθυνη να περάσει την τέχνη στις αδερφές της. Η Σιμόνη είχε μελαχρινά, σκούρα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα, κάτι που της προσέδιδε μια αναμφίβολη ομορφιά, αποτέλεσμα της αντίθεσης αυτής. Φακίδες ήταν διάσπαρτες στο πρόσωπό της. Το σώμα της, ώριμο πια στα δεκαέξι της χρόνια ήταν ένα ακόμα δυνατό σημείο. Τα μάτια της, σκούρα και σκοτεινά, έδιναν μια μυστηριώδη όψη στο βλέμμα της. Πολλοί νεαροί υπηρέτες τη φλέρταραν μέσα στο παλάτι, εκείνη όμως κρατούσε μια διπλωματική στάση, παιχνιδιάρικη και αμφιλεγόμενη, χωρίς ποτέ να απορρίπτει ή να δέχεται ένα παραπάνω άγγιγμα. Η μητέρα της ήταν αυστηρή γυναίκα και την επέκρινε με το παραμικρό όταν η Σιμόνη αφαιρούταν από τη δουλειά της. Ο πατέρας της ,από την άλλη ήταν πολύ ευχάριστος με τη μεγαλύτερη κόρη του. Του άρεσε να αστειεύεται με την κόρη του και να γελούν την ώρα της δουλειάς. Η αλήθεια είναι ότι από τις τέσσερις κόρες του, στη Σιμόνη είχε τη μεγαλύτερη αδυναμία. Πίστευε πως αν τα κατάφερνε σαν πατέρας με τη Σιμόνη τότε θα μπορούσε να τα καταφέρει με όλες του τις κόρες.

Η Σιμόνη ήταν πια δεκαέξι χρονών όταν ο βασιλιάς στέφθηκε μερικές μέρες μετά το θάνατο του πατέρα του. Είχε πολλές φορές ακούσει για τις φήμες περί δηλητηρίασης, ποτέ όμως δεν είχε ενδιαφερθεί να ασχοληθεί παραπάνω με αυτό το θέμα. Τέτοιου είδους συζητήσεις κινούνταν ταχύτατα μέσα στο παλάτι. Οι υπηρέτες θαρρείς πως είχαν αυτή την ιδιότητα να μεταφέρουν τις ειδήσεις τους από το υπόγειο στην κουζίνα και στον κήπο και στα δωμάτια τόσο γρήγορα που ήταν θέμα μερικών ωρών, μια είδηση να έχει μεταφερθεί σε πενήντα υπηρέτες που δούλευαν διάσπαρτα σε ένα τεράστιο κάστρο.(τέλος πρώτου μέρους).