Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Ο βασιλιάς - μέρος τρίτο

Το επόμενο πρωί ο βασιλιάς ξύπνησε από τις αστραπές και τον ήχο της βροχής. Είχε σκοπό να ψάξει τη Σιμόνη. Θα περιπλανιόταν στους διαδρόμους. Θα την έψαχνε παντού. Βέβαια ήξερε πως αν ρωτούσε υπηρέτες για τη Σιμόνη σίγουρα δεν θα του έβγαινε σε καλό. Θα τον υποψιάζονταν. Και ποιος βασιλιάς θέλει να τον υποψιάζονται οι υπηρέτες του; Ποιος βασιλιάς θέλει να περιφέρεται το όνομά του ανάμεσα σε χείλη υπηρετών για τέτοια θέματα. Προφανώς ο βασιλιάς το είχε σκεφτεί αυτό και δεν σκόπευε να ρωτήσει κανέναν για να βρει την κοπέλα. Θα έψαχνε μόνος του. Ακόμα και αν δεν είχε ιδέα σε ποιόν τομέα του τεράστιου κάστρου αυτή εργαζόταν.

Όλη τη μέρα περιφερόταν στους πολυδαίδαλους διαδρόμους του κάστρου. Περιφερόταν στους κήπους, στα δωμάτια, στα υπόγεια. Προσπαθούσε να αγνοήσει τα περίεργα βλέμματα των υπηρετών που έκπληκτοι έβλεπαν το βασιλιά στο υπόγειο. Φυσικά κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει γιατί βρισκόταν εκεί. Ακόμα και μέλη του συμβουλίου δίσταζαν να τον ρωτήσουν.

Στο τέλος της ημέρας, και ενώ ο βασιλιάς κουρασμένος πλέον καθόταν με την Άννα, το γεγονός ότι ο βασιλιάς είχε από το πρωί περάσει από όλους τους τομείς ήταν ήδη το πρώτο θέμα συζήτησης ανάμεσα στους υπηρέτες. Κανείς βέβαια δεν είχε ακόμα υποψιαστεί το τι μπορεί να έκανε ο βασιλιάς στους τομείς. Πολλοί έλεγαν πως ξύπνησε μέσα του ο πόνος για το χαμό του πατέρα του και έψαχνε να βρει το δολοφόνο. Άλλοι έλεγαν πως πέρασε για έλεγχο, για μια αιφνίδια επιθεώρηση στους τομείς, κάτι στο οποίο δεν τους είχε συνηθίσει ούτε αυτός, ούτε ο πατέρας του πριν από αυτόν.

Σαφώς, η απουσία του έγινε αισθητή στην Άννα, η οποία τον ρώτησε αργά το βράδυ. Εκείνος δυσκολεύτηκε να βρει δικαιολογία. Κατέληξε στο ψέμα της επιθεώρησης. Εκείνη, αγνοώντας τις συνθήκες του βασιλείου τον πίστεψε. Ο βασιλιάς, πριν κοιμηθεί, άρχισε να σκέφτεται. Περιέργως για κάποιον ερωτευμένο οι σκέψεις του δεν τριγυρνούσαν στη Σιμόνη. Ούτε στο που θα έψαχνε την επόμενη μέρα. Ούτε σε ένα καλύτερο σχέδιο από το να ψάχνει στα τυφλά. Ούτε στην επόμενη δικαιολογία. Αυτή τη φορά, ο βασιλιάς είδε με τα μάτια της λογικής του. Το πόσο εύκολα έπεισε την Άννα τον έκανε να νιώθει επίπονες τύψεις. Έτσι σαν να αναθεώρησε για τον έρωτα. Έπεισε τον εαυτό το ότι αυτό που τον διαπέρασε αυτή τη μέρα ήταν ένας ενθουσιασμός, για κάτι που ήταν ουσιαστικά τόσο μακριά του. Επιπλέον σκέφτηκε τη θέση του. Ήταν πια βασιλιάς, παντρεμένος με μια υπέροχη, πανέμορφη, προικισμένη γυναίκα, που μάλιστα κυοφορούσε το παιδί του.

Καθώς ,σκέψη με τη σκέψη, η ιδέα του έρωτα εκφυλιζόταν στο μπερδεμένο μυαλό του βασιλιά, μια ακόμα φρικτή σκέψη ήρθε να καρφωθεί στο κεφάλι του. Ήταν μια σκέψη, που αυτή τη φορά χτυπούσε δυνατά το υποσυνείδητό του. Ο βασιλιάς προσπάθησε να σταματήσει να το σκέφτεται αλλά δεν μπόρεσε. Ένα ρίγος τον διαπέρασε καθώς ήρθε στη μνήμη του ο πατέρας του. Είναι περίεργο το πως κάποιοι άνθρωποι θυμούνται κάποια πράγματα πολύ έντονα και άλλα πράγματα τους διαφεύγουν. Ο βασιλιάς δεν θυμόταν πότε και απο ποιόν πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του. Θυμόταν όμως τη θλίψη. Ο πατέρας του ήταν το μόνο πρόσωπο που τον κρατούσε όρθιο στις δύσκολες αποφάσεις. Όταν τον έχασε, έχασε και τα πιο ισχυρά του θεμέλια. Εκείνη τη στιγμή ο βασιλιάς ήταν που πίστεψε περισσότερο από ποτέ στη δηλητηρίαση του πατέρα του. Μια δολοφονία από έναν υπηρέτη. Για κάποιο περίεργο λόγο, τώρα πια αυτό το σενάριο του φαινόταν το πιο πιθανό. Ο λόγος βέβαια που ήθελε να το βγάλει απο το μυαλό του ήταν επειδή και η Σιμόνη ήταν μια υπηρέτρια. Ένας αναπάντεχος θυμός φούντωσε στο μυαλό του βασιλιά εκείνη τη στιγμή για τους υπηρέτες. Και πως θα μπορούσε ο ίδιος να έχει ερωτική σχέση με μια υπηρέτρια, από τη στιγμή που υπηρέτες δολοφόνησαν τον πατέρα του;

Το άλλο πρωί ο βασιλιάς ήταν κουρασμένος από τις σκέψεις του. Αποφάσισε λοιπόν να μην ασχοληθεί με αυτό το θέμα εκείνη τη μέρα. Έτσι και έκανε. Ασχολήθηκε με τα θέματα των πολιτών, που για κάποιο λόγο εκείνη τη μέρα ήταν πολύ περισσότερα από το συνηθισμένο. Λαός που ερχόταν απο την πόλη για να καταγγείλει, να κάνει παράπονα, να ευχαριστήσει, να προωθήσει την παραγωγή του στο παλάτι. Απλοί, φτωχοί άνθρωποι που ο βασιλιάς ήξερε οτι στήριζαν πάνω του τις ελπίδες τους. Εκείνο το μεσημέρι ήρθαν και μουσικοί. Οι μουσικοί ήταν οι αγαπημένοι του βασιλιά. Πριν το φαγητό λοιπόν τους συνόδεψε, μαζί με την Άννα, στον ειδικό χώρου που είχε διαμορφώσει στην αυλή του και τους παρακάλεσε να παίξουν όσο περισσότερο μπορούσαν.

Ο βασιλιάς το ήξερε οτι η μουσική τον γιάτρευε. Όταν ήταν μπερδεμένος, όταν ήταν λυπημένος, όταν ήταν χαρούμενος, όταν ήταν κουρασμένος, πάντα καλούσε τους καλύτερους μουσικούς της περιοχής και τους παρακαλούσε να του παίξουν μουσική. Φυσικά τους πλήρωνε αντάξια. Ο βασιλιάς πίστευε πως η μουσική είναι η ύψιστη τέχνη. Πίστευε πως έχει την ιδιότητα να καθαρίζει το μυαλό, να ξεκουράζει το πνεύμα και να τον ηρεμεί όποτε αυτός ήταν πιεσμένος. Κάθε καλός μουσικός είχε πάντα μια θέση στο κάστρο του βασιλιά. Πίστευε πως, από τις τέχνες, η μουσική ήταν αυτή για την οποία άξιζε να δαπανήσει τα περισσότερα χρήματα.

Όπως κάθε άλλη φορά, έτσι και τότε, ακούγοντας μουσική έχοντας τα δάχτυλά του μπλεγμένα με της Άννας, κατάφερε να διώξει τις κακές σκέψεις απο το κεφάλι του. Όλες αυτές οι δυσάρεστες σκέψεις που έκαναν βόλτες στο μυαλό του όλη τη μέρα είχαν πια ξεχαστεί.

Ο βασιλιάς ήταν τόσο ενθουσιασμένος με τους μουσικούς που τους κάλεσε να φάνε μαζί του εκείνο το μεσημέρι. Καθώς όλοι μαζί περίμεναν στην τραπεζαρία για το φαγητό, εμφανίστηκε απο την πόρτα ένα θέαμα που ο βασιλιάς δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δει. Η Σιμόνη. Ο βασιλιάς ανατρίχιασε.(τέλος τρίτου μέρους)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου