Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Facebook κλείσε!

βλογ,
άκουγα σήμερα ειδήσεις και πετάγεται το εξής γεγονός : "η γνωστή ομάδα χάκερ, "Anonymous", ανακοίνωσε την πρόθεσή της να καταστρέψει τη δημοφιλή σελίδα κοινωνικής δικτύωσης Facebook στις 5 Νοεμβρίου του 2011".
Ε λοιπόν αυτό πρέπει να είναι το δεύτερο μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς (πρώτο εννοείται πως είναι ο γάμος του πριγκηπικού ζεύγους). Η ομάδα μεταξύ άλλων αναφέρει στο βίντεο που ανέβασε στο youtube, το οποίο περιέχει μια αιτιολόγηση του σχεδίου τους με αλλοιωμένη φωνή, ότι θέλουν να κλείσουν το facebook όχι για τους ίδιους αλλά για τους χρήστες του. Επικαλούνται τα γνωστά σε όλους, χρήστες και μη, περί διαχείρισης των πληροφοριών. Ότι δηλαδή οι πληροφορίες και οι φωτογραφίες του χρήστη μένουν στο facebook ακόμα και μετά τη διαγραφή του λογαριασμού και ότι μόνο προστατευμένες δεν είναι.
Ένα άλλο σημείο του βίντεο που μου έκανε εννοείται θετική εντύπωση πήγαινε κάπως "Στο τέλος όλοι θα ευγνωμονούν τους Anonymous που σώθηκαν από το διαβολικό αυτό κοινωνικό δίκτυο". Και ναι η αλήθεια είναι ότι στο τέλος όντως εγώ προσωπικά θα τους ευγνωμονώ. Γιατί πάει καιρός τώρα που πιάνω τον εαυτό μου καμιά φορά να θέλω να σβήσω επιτέλους αυτό τον καταραμένο λογαριασμό στο διαβολικό δίκτυο. Και να λοιπόν η ευκαιρία μου να μιλήσω για αυτή τη συνήθεια.
Μπορώ να πω πως το θέμα με έχει διχάσει και συνεχίζει να με διχάζει αφού να καταλήξω κάπου δε μπορώ. Έχω λοιπόν τις δύο παρακάτω απόψεις να μάχονται :
α)Δε θα κλείσεις το λογαριασμό. Αποτελεί μια ευχάριστη κοινωνική συνήθεια που δε σου κάνει και κακό. Παράλληλα μπορείς να μιλάς με φίλους και συγγενείς, κάποιοι από τους οποίους δε βρίσκονται καν στη χώρο. Μπορείς να κουτσομπολεύεις με τις ώρες άτομα που σνομπάρεις... χαρχαρ(σ.δ.). Βλέπεις φωτογραφίες, βίντεο και κάνεις trolling σε γελοίες καταστάσεις. 


β)Θα κλείσεις το λογαριασμό. Φωτογραφίες και πληροφορίες σου βρίσκονται στην οθόνη του καθενός. Είναι μια μηχανή παρακολούθησης που αποκτά(αποσπά;) ευγενέστατα την πρόσβαση στην προσωπική σου ζωή. Σαν οργουελική τηλεοθόνη λαμβάνει τις πληροφορίες που βλακωδώς σαν άβουλο άτομο του προσφέρεις. Φτιάχνει ένα φάκελο με το όνομά σου έτοιμο για στοχευμένη διαφήμιση, ραντεβού στα τυφλά και παρακολούθηση. Ένα φακέλωμα λοιπόν.


Και έτσι, ενώ λέω "ήρθε η ώρα να το κλείσω γιατί διαφθείρει το πνεύμα μου και με φακελώνει" εκεί λέω "σκέψου πόσα πράγματα εξαρτώνται από το ότι έχεις λογαριασμό στο facebook"(γαμώτο, δες τι λέω!ντρέπομαι). Έτσι λοιπόν δεν έχω καταφέρει ποτέ να το αποφασίσω. Επειδή για κάποιον ανεξήγητο λόγο το δεύτερο επιχείρημα έπιανε τόπο. 


Καταλήγω λοιπόν ότι το να κλείσουν το Facebook ,και μάλιστα για το λόγο που θέλω κι εγώ να κλείσει αλλά είμαι αδύναμος να κλείσω το λογαριασμό, θα αποτελούσε επιτέλους μια ευεργεσία.
Και αύριο να γινόταν εγώ πρόβλημα δε θα είχα. Η 5η Νοεμβρίου έρχεται. Να και κάτι καλό.

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

penis

βλογ,
άκου. Ο φτωχός δεν ξέρει οτι είναι φτωχός μέχρι να αντιληφθεί την παρουσία του πλούσιου. Αν ήμασταν όλοι φτωχοί, δε θα ήμασταν φτωχοί. Συμπέρασμα; Ή κρύβουμε όλους του πλούσιους ή καταργούμε τις τάξεις. Νομίζω πιο εύκολα γίνεται το πρώτο όντας το 1-2% του πληθυσμού της γης. Αυτό που θα κρατήσει όμως θα είναι το δεύτερο. Και όταν γίνει, η λέξη φτωχός θα βρίσκεται μόνο στην ιστορία.
(όχι, με το penis στον τίτλο δεν εννοώ το πέος. πένης είναι)


Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Οι καπιταλιστές

 Ο Γουίνστον έσκυψε κι έξυσε προσεκτικά την πληγή του. Άρχισε να τον τρώει πάλι. Πάντα ξαναγυρνούσε στο ίδιο σημείο : ήταν αδύνατο να ξέρει κανείς πως ήταν η ζωή πριν απο την Επανάσταση. Πήρε απο το συρτάρι του ένα βιβλίο ιστορίας για παιδιά που είχε δανειστεί απο την κυρία Πάρσονς κι άρχισε να αντιγράφει ένα απόσπασμα στο ημερολόγιό του:
Τα παλιά χρόνια πριν απο την ένδοξη Επανάσταση, το Λονδίνο δεν ήταν η όμορφη πόλη που ξέρουμε σήμερα. Ήταν μια σκοτεινή βρόμικη άθλια πόλη που σχεδόν όλοι πεινούσαν και εκατοντάδες χιλιάδες φτωχοί δεν είχαν παπούτσια να φορέσουν και στέγη να κοιμηθούν. Παιδιά σαν κι εσάς έπρεπε να δουλεύουν δώδεκα ώρες την ημέρα για απάνθρωπα αφεντικά που τα μαστίγωναν αν εργάζονταν αργά και τους έδιναν να τρώνε ένα σκέτο μπαγιάτικο ξεροκόμματο και νερό. Αλλά μέσα σ'όλη αυτή την τρομερή φτώχεια υπήρχαν μερικά όμορφα μεγάλα σπίτια, όπου ζούσαν πλούσιοι άνθρωποι και είχαν τριάντα άτομα να τους υπηρετούν. Αυτοί οι πλούσιοι άνθρωποι λέγονταν καπιταλιστές. Ήταν χοντροί, άσχημοι, με άγρια πρόσωπα, σαν αυτόν που βλέπετε στη διπλανή σελίδα. Βλέπετε πως είναι ντυμένος, μ'ένα μακρύ μαύρο σακάκι που το έλεγαν ρεντιγκότα κι ένα περίεργο γυαλιστερό καπέλο που είχε σχήμα σωλήνα της σόμπας και λεγόταν ημίψηλο. Αυτό ήταν το ντύσιμο των καπιταλιστών και δεν επιτρεπόταν να το φορέσει κανείς άλλος. Οι καπιταλιστές εξουσίαζαν το κάθε τι στον κόσμο και όλοι οι άλλοι ήταν σκλάβοι τους. Κατείχαν όλη τη γη, όλα τα σπίτια, όλα τα εργοστάσια και όλα τα χρήματα. Αν κάποιος του έδειχνε ανυπακοή μπορούσαν να τον ρίξουν στη φυλακή ή να τον διώξουν από τη δουλειά του και να τον αφήσουν να πεθάνει της πείνας. Όταν ένας κοινός άνθρωπος μιλούσε σ'έναν καπιταλιστή, έπρεπε να υποκλίνεται με δουλοπρέπεια, να σκύβει το κεφάλι του, να βγάζει το καπέλο του και να τον αποκαλεί "Κύριο". Ο αρχηγός των καπιταλιστών λεγόταν Βασιλιάς, και....
 
Αλλά ο Γουίνστον ήξερε τα υπόλοιπα. Θ ανέφεραν τους επισκόπους με τα πολυτελή άμφια, τους δικαστές με τις τηβέννους από ερμίνα, τις μηχανές βασανιστηρίων, τον τροχό, τα μαστίγια, το συμπόσιο του Λόρδου Δημάρχου και τη συνήθεια να φιλούν τα πόδια του Πάπα. Υπήρχε επίσης αυτό που λεγόταν jus primae noctis, που μάλλον δε θα το ανέφεραν στα σχολικά βιβλία των παιδιών. Ήταν ο νόμος που έδινε το δικαίωμα στους καπιταλιστές να κοιμούνται με όποια γυναίκα δούλευε στα εργοστάσιά τους.


απόσπασμα προς αφύπνηση από το "1984 : Ο Μεγάλος Αδερφός" του George Orwell

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

δρόμος ήρεμος

Όταν περπατά σε έναν ήρεμο δρόμο, με τη μουσική να παίζει, του αρέσει να κλείνει τα μάτια και να προχωράει στα τυφλά. Ανοίγει πότε πότε τα μάτια, μόνο για να εξετάσει σύντομα τα επόμενα μέτρα και μετά πάλι τα κλείνει. Έχει την αίσθηση ότι περπατά σε δρόμους, όχι σε αυτούς που είναι χτισμένοι, αλλά σε άλλους, δρόμους της δικιάς του φαντασίας, δρόμους που αυτός φτιάχνει, που αυτός θέλει. Περπατά στο γρασίδι, ανοίγει τα μάτια, το γρασίδι γίνεται γκρίζο. "Μάταιο" σκέφτεται, "αλλά ταξιδιάρικο, έστω και για λίγο. Απελευθέρωση"
Όταν περπατά σε έναν ήρεμο δρόμο, με τη μουσική να παίζει, θα χρειαστεί να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ρηχή διαδικασία. Όχι όμως για αυτόν. Αυτός στέκει στη μέση για λίγο, κοιτώντας τον άδειο δρόμο μπροστά του. Τόσο περίεργο θέαμα. Ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος, και αυτός κάθεται στη μέση και κοιτάει στο βάθος. Περνά τελικά στο πεζοδρόμιο και σκέφτεται : "Τι να είναι αυτό που δε με αφήνει να κάτσω ήρεμος στη μέση ενός άδειου δρόμου και να κοιτάω μακριά; Τι είναι αυτό που με διώχνει από τη μέση του δρόμου, σαν αυτός να γέρνει και να με οδηγεί είτε στο ένα είτε στο άλλο πεζοδρόμιο;" Μα φίλε μου, είναι η έμφυτη τάση που μας θέλει μακριά από τη μέση του δρόμου. Είναι η εγγενής έλξη προς το πεζοδρόμιο. Εγγενής. Έμφυτη. Μια εγγενής έλξη προς το πεζοδρόμιο. Μια εγγενής έλξη προς το πεζό...."Λες;" σκέφτεται. Πόσο επαναστατικό φαίνεται τώρα λοιπόν το να κάθεσαι στη μέση του δρόμου, χωρίς την αίσθηση ότι γέρνεις προς μια απο τις δύο πλευρές. Να κοιτάς τι ωραίος που είναι ο δρόμος χωρίς αυτοκίνητα. Να φεύγεις από το ρηχό πεζοδρόμιο. Από το ρηχό πεζό.....Κλείνει τα μάτια.

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

το τσόφλι

blog,
τι είναι αυτό το πράγμα στους ανθρώπους με την εξωτερική τους εμφάνιση; Θέλω να πω, γιατί πρέπει να ντυνόμαστε και να φτιαχνόμαστε με τέτοιο τρόπο ώστε να αρέσουμε περισσότερο στους άλλους από όσο αρέσουμε στον εαυτό μας; Είχα αυτή την απορία παλιότερα, τότε που με ενδιέφερε η άποψη των άλλων για την εξωτερική μου εμφάνιση(τουλάχιστον). Ποιο το νόημα όμως να αρέσουμε στους άλλους τελικά όταν δεν είμαστε άνετοι; Προσωπικά έχω σταματήσει να ενδιαφέρομαι για τον αν το ντύσιμό μου θα αρέσει στους άλλους. Θεωρώ επομένως τους ανθρώπους που κρίνουν από την εξωτερική εμφάνιση αξιολύπητους. Απεναντίας, οι άνθρωποι με προσωπικό στυλ είναι υγιείς, ειδικά όταν αυτό το προσωπικό στυλ δεν υποτάσσεται στη μόδα, στη φίρμα, στη μαζοποίηση, και στον κομφορμισμό. Ο κομφορμισμός, συγκεκριμένα, είναι η υποταγή, κατά την άποψή μου, στις εκάστοτε συνθήκες ακόμα και αν αυτό καταπιέζει τα βαθύτερα πιστεύω μας και τις επιταγές της συνείδησής μας. Ο κομφορμισμός είναι ένα σύστημα από αλυσίδες που κρατά τους ανθρώπους χωρίς προσωπικό στυλ δεσμώτες σε μια ασφυκτική ομοιομορφία που τίποτα από διαφορετικότητα δε θυμίζει. Οι άνθρωποι χωρίς διαφορετικότητα (και αυτό δεν αφορά μόνο το στυλ της εξωτερικής εμφάνισης, αλλά και βαθύτερα επίπεδα της προσωπικότητας) είναι άνθρωποι τυποποιημένοι. Είναι εύκολο λοιπόν, κάποιος που έχει τη νοοτροπία του "κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση" να αποκλείσει ή να αποδεχτεί κάποιον, χωρίς να έχει ιδέα για τον εσωτερικό κόσμο. Προτιμώ προσωπικά να έχω χεσμένη την κοινή γνώμη όσων αφορά την εξωτερική μου εμφάνιση και να αδιαφορώ τελείως για το αν το τσόφλι που έχω επιλέξει σύμφωνα με τα δικά μου θέλω αρέσει ή δεν αρέσει στους άλλους. Και αυτό σου προτείνω να κάνεις και εσύ για να έχεις και το κεφάλι σου ήσυχο κάθε πρωί πριν πας στο σχολείο. Στο κάτω κάτω, από πότε οι άνθρωποι είναι τα ρούχα που φορούν;



με εκτίμηση
εγώ

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Der kleine Prinz (Kapitel 21) der Fuchs

»Guten Tag«, sagte der Fuchs.

»Guten Tag«, antwortete höflich der kleine Prinz, der sich umdrehte, aber nichts sah.

»Ich bin da«, sagte die Stimme, »unter dem Apfelbaum...«

»Wer bist du?« sagte der kleine Prinz. »Du bist sehr hübsch...«

»Ich bin ein Fuchs«, sagte der Fuchs.

»Komm und spiel mit mir«, schlug ihm der kleine Prinz vor. »Ich bin so traurig...«

»Ich kann nicht mit dir spielen«, sagte der Fuchs. »Ich bin noch nicht gezähmt!«

»Ah, Verzeihung!« sagte der kleine Prinz.

Aber nach einiger Überlegung fügte er hinzu:

»Was bedeutet das: 'zähmen'?«

»Du bist nicht von hier, sagte der Fuchs, »was suchst du?«

»Ich suche die Menschen«, sagte der kleine Prinz. »Was bedeutet 'zähmen'?«

»Die Menschen«, sagte der Fuchs, »die haben Gewehre und schießen. Das ist sehr lästig. Sie ziehen auch Hühner auf. Das ist ihr einziges Interesse. Du suchst Hühner?«

»Nein«, sagte der kleine Prinz, »ich suche Freunde. Was heißt 'zähmen'?«

»Das ist eine in Vergessenheit geratene Sache«, sagte der Fuchs. »Es bedeutet: sich 'vertraut machen'.«

»Vertraut machen?«

»Gewiß«, sagte der Fuchs. »Du bist für mich noch nichts als ein kleiner Knabe, der hunderttausend kleinen Knaben völlig gleicht. Ich brauche dich nicht, und du brauchst mich ebensowenig. Ich bin für dich nur ein Fuchs, der hunderttausend Füchsen gleicht. Aber wenn du mich zähmst, werden wir einander brauchen. Du wirst für mich einzig sein in der Welt. Ich werde für dich einzig sein in der Welt...«

»Ich beginne zu verstehen«, sagte der kleine Prinz. »Es gibt eine Blume... ich glaube, sie hat mich gezähmt...«

»Das ist möglich«, sagte der Fuchs. »Man trifft auf der Erde alle möglichen Dinge...«

»Oh, das ist nicht auf der Erde«, sagte der kleine Prinz.

Der Fuchs schien sehr aufgeregt:

»Auf einem anderen Planeten?«

»Ja.«

»Gibt es Jäger auf diesem Planeten?«

»Nein.«

»Das ist interessant! Und Hühner?«

»Nein.«

»Nichts ist vollkommen!« seufzte der Fuchs.

Aber der Fuchs kam auf seinen Gedanken zurück:

»Mein Leben ist eintönig. Ich jage Hühner, die Menschen jagen mich. Alle Hühner gleichen einander, und alle Menschen gleichen einander. Ich langweile mich also ein wenig. Aber wenn du mich zähmst, wird mein Leben wie durchsonnt sein. Ich werde den Klang deines Schrittes kennen, der sich von allen andern unterscheidet. Die anderen Schritte jagen mich unter die Erde. Der deine wird mich wie Musik aus dem Bau locken. Und dann schau! Du siehst da drüben die Weizenfelder? Ich esse kein Brot. Für mich ist der Weizen zwecklos. Die Weizenfelder erinnern mich an nichts. Und das ist traurig. Aber du hast weizenblondes Haar. Oh, es wird wunderbar sein, wenn du mich einmal gezähmt hast! Das Gold der Weizenfelder wird mich an dich erinnern. Und ich werde das Rauschen des Windes im Getreide liebgewinnen.«

Der Fuchs verstummte und schaute den Prinzen lange an:

»Bitte... zähme mich!« sagte er.

»Ich möchte wohl«, antwortete der kleine Prinz, »aber ich habe nicht viel Zeit. Ich muß Freunde finden und viele Dinge kennenlernen.«

»Man kennt nur die Dinge, die man zähmt«, sagte der Fuchs. »Die Menschen haben keine Zeit mehr, irgend etwas kennenzulernen. Sie kaufen sich alles fertig in den Geschäften. Aber da es keine Kaufläden für Freunde gibt, haben die Leute keine Freunde mehr. Wenn du einen Freund willst, so zähme mich!«

»Was muss ich da tun?« sagte der kleine Prinz.

»Du musst sehr geduldig sein«, antwortete der Fuchs. »Du setzt dich zuerst ein wenig abseits von mir ins Gras. Ich werde dich so verstohlen, so aus dem Augenwinkel anschauen, und du wirst nichts sagen. Die Sprache ist die Quelle der Mißverständnisse. Aber jeden Tag wirst du dich ein bisschen näher setzen können...«

Am mächsten Morgen kam der kleine Prinz zurück.

»Es wäre besser gewesen, du wärst zur selben Stunde wiedergekommen«, sagte der Fuchs. »Wenn du zum Beispiel um vier Uhr nachmittags kommst, kann ich um drei Uhr anfangen, glücklich zu sein. Je mehr die Zeit vergeht, um so glücklicher werde ich mich fühlen. Um vier Uhr werde ich mich schon aufregen und beunruhigen; ich werde erfahre, wie teuer das Glück ist. Wenn du aber irgendwann kommst, kann ich nie wissen, wann mein Herz da sein soll... Es muß feste Bräuche geben.«

»Was heißt 'fester Brauch'?«, sagte der kleine Prinz.

»Auch etwas in Vergessenheit Geratenes«, sagte der Fuchs. »Es ist das, was einen Tag vom andern unterscheidet, eine Stunde von den andern Stunden. Es gibt zum Beispiel einen Brauch bei meinen Jägern. Sie tanzen am Donnerstag mit dem Mädchen des Dorfes. Daher ist der Donnerstag der wunderbare Tag. Ich gehe bis zum Weinberg spazieren. Wenn die Jäger irgendwann einmal zum Tanze gingen, wären die Tage alle gleich und ich hätte niemals Ferien.«

So machte denn der kleine Prinz den Fuchs mit sich vertraut. Und als die Stunde des Abschieds nahe war:

»Ach!« sagte der Fuchs, »ich werde weinen.«

»Das ist deine Schuld«, sagte der kleine Prinz, »ich wünschte dir nichts Übles, aber du hast gewollt, dass ich dich zähme...«

»Gewiß«, sagte der Fuchs.

»Aber nun wirst du weinen!« sagte der kleine Prinz.

»Bestimmt«, sagte der Fuchs.

»So hast du nichts gewonnen!«

»Ich habe«, sagte der Fuchs, »die Farbe des Weizens gewonnen.«

Dann fügte er hinzu:

»Geh die Rosen wieder anschauen. Du wirst begreifen, dass die deine einzig ist in der Welt.

Du wirst wiederkommen und mir adieu sagen, und ich werde dir ein Geheimnis schenken.«

Der kleine Prinz ging, die Rosen wiederzusehn:

»Ihr gleicht meiner Rose gar nicht, ihr seid noch nichts«, sagte er zu ihnen. »Niemand hat sich euch vertraut gemacht und auch ihr habt euch niemandem vertraut gemacht. Ihr seid, wie mein Fuchs war. Der war nichts als ein Fuchs wie hunderttausend andere. Aber ich habe ihn zu meinem Freund gemacht, und jetzt ist er einzig in der Welt.«

Und die Rosen waren sehr beschämt.

»Ihr seid schön, aber ihr sein leer«, sagte er noch. »Man kann für euch nicht sterben. Gewiß, ein Irgendwer, der vorübergeht, könnte glauben, meine Rose ähnle euch. Aber in sich selbst ist sie wichtiger als ihr alle, da sie es ist, die ich begossen habe. Da sie es ist, die ich unter den Glassturz gestellt habe. Da sie es ist, die ich mit dem Wandschirm geschützt habe. Da sie es ist, deren Raupen ich getötet habe (außer den zwei oder drei um der Schmetterlinge willen). Da sie es ist, die ich klagen oder sich rühmen gehört habe oder auch manchmal schweigen. Da es meine Rose ist.«

Und er kam zum Fuchs zurück:

»Adieu«, sagte er...

»Adieu«, sagte der Fuchs. »Hier mein Geheimnis. Es ist ganz einfach: man sieht nur mit dem Herzen gut. Das Wesentliche ist für die Augen unsichtbar.«

»Das Wesentliche ist für die Augen unsichtbar«, wiederholte der kleine Prinz, um es sich zu merken.

»Die Zeit, die du für deine Rose verloren hast, sie macht deine Rose so wichtig.«

»Die Zeit, die ich für meine Rose verloren habe...«, sagte der kleine Prinz, um es sich zu merken.

»Die Menschen haben diese Wahrheit vergessen«, sagte der Fuchs. »Aber du darfst sie nicht vergessen. Du bist zeitlebens für das verantwortlich, was du dir vertraut gemacht hast. Du bist für deine Rose verantwortlich...«

»Ich bin für meine Rose verantwortlich...«, wiederholte der kleine Prinz, um es sich zu merken.


πηγή: http://roman-hartmann.de

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

1+1=...χμμ κάτσε να σκεφτώ

blog,
τι είναι αυτό το πράγμα στους ανθρώπους (συμπεριλαμβανομένου και εμένα) που για απλά πράγματα κάθονται και σκέφτονται (πολύ) παραπάνω απ'όσο χρειάζεται? Δίνουμε απίστευτα νοήματα σε πράγματα και καταστάσεις πχ. λόγια, πράξεις κλπ που πραγματικά είναι κενά νοήματος. Ας μας σταματήσει κάποιος. Έχω την εντύπωση πως ο κόσμος μας είναι πολύ πιο απλός απ'ότι νομίζουμε εμείς οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Κάτι μας κάνει όμως και το βλέπουμε τόσο περίπλοκο και δίνουμε ερμηνείες σε βλακείες. Ας μας σταματήσει κάποιος επιτέλους !!!

με εκτίμηση
εγώ

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Ο βασιλιάς - μέρος έβδομο

Η Άννα ταράχτηκε. Έβλεπε το βασιλιά να παραλύει μπροστά στα μάτια της. Δεν είχε γνώσεις ιατρικής, αλλά ενστικτωδώς πανικόβλητη άρχισε να φωνάζει «Φέρτε νερό!». Όταν είδε ότι δεν έπαιρνε ανταπόκριση, έτρεξε προς την πόρτα. Άρχισε να τη χτυπάει νευρικά με δύναμη ρίχνοντας ματιές στο σύζυγό της που παρέλυε. Όταν τελικά άκουσε κάτι από την άλλη μεριά ήταν τα κλειδιά που γυρνούσαν. Αμέσως οι πόρτες άνοιξαν και ο υπηρέτης που έφερε τα πιάτα έτρεξε με μια κανάτα νερό προς το βασιλιά . Αμέσως πρόσφερε νερό στο βασιλιά. Τα μάτια του ήταν ακίνητα, ορθάνοιχτα και το βλέμμα του χανόταν στο ταβάνι. Είχε χλομιάσει αλλά κατάπινε το νερό. Σιγά-σιγά άρχιζε να συνέρχεται. Όταν η Άννα σιγουρεύτηκε ότι ο βασιλιάς είχε συνέλθει, τον έβαλε να κάτσε και έτρεξε στην κουζίνα. Με φωνές συγκέντρωσε όλους τους υπηρέτες που έβλεπε μπροστά της μέσα στην κουζίνα και έκλεισε με πάταγο την πόρτα πίσω της. «Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτό; Ποιος ήταν υπεύθυνος για το φαγητό; Απαιτώ να μάθω!». Έριξε μια ματιά στα πρόσωπα των υπηρετών. Για κάποιο λόγο, κόλλησε τα μάτια της στη Σιμόνη. Την κοίταξε επίμονα. Η καρδιά και των δύο γυναικών χτυπούσε τώρα το ίδιο δυνατά. Η Σιμόνη ένιωθε το βλέμμα της Άννας οξύ πάνω της. «Όποιος και να είναι υπεύθυνος, θα τον βρω. Και όταν τον βρω, θα μετανιώσει τη στιγμή που το σκέφτηκε.» κοίταξε τη Σιμόνη «Θα μετανιώσει».

Η Άννα έφυγε από την κουζίνα χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω της. Πήγε στο δωμάτιο. Ο βασιλιάς ήταν καθισμένος στο κρεβάτι. Δυσκολευόταν ακόμα να σκεφτεί. Το σοκ που είχε υποστεί το σώμα του δεν το είχε ξεπεράσει. Η Άννα τον πλησίασε, τον αγκάλιασε. «Θα το πληρώσει. Όποιος το έκανε θα το πληρώσει.» είπε και φίλησε το σύζυγό της.

Τα πράγματα ηρέμισαν λίγο στο δωμάτιο και το ζευγάρι ξάπλωσε στο κρεβάτι. Δεν μιλούσαν καθόλου μεταξύ τους. Ο βασιλιάς κοιτούσε το ταβάνι. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ήξερε μόνο ότι κάποιος υπηρέτης προσπάθησε να το δολοφονήσει. Προσπαθούσε να φέρει ένα προς ένα τα πρόσωπα στο μυαλό του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Με αυτές τις βαριές σκέψεις κοιμήθηκε. Θα ρωτούσε την επόμενη μέρα τη Σιμόνη. Έπρεπε να μάθει ποιος αποπειράθηκε να το σκοτώσει.

Η Άννα έβραζε από θυμό. Δεν είχε στοιχεία αλλά υποψιαζόταν έντονα τη Σιμόνη. Το βλέμμα της ήταν, μεταξύ όλων, το πιο ένοχο. Δεν ήξερε ότι αυτή η υπηρέτρια που είχε βάλει στο στόχαστρο είχε εδώ και μήνες σχέση με το σύζυγό της. Δεν ήξερε πως ο βασιλιάς είχε βάλει αυτή την υπηρέτρια να τη σκοτώσει. Μα κυρίως δεν ήξερε ότι αυτή η υπηρέτρια προσπάθησε να τη σώσει από μια τόσο άδικη δολοφονία. Δεν τα ήξερε. Παρόλα αυτά ήθελε τόσο πολύ να την κάνει να πληρώσει. Για κάποιο λόγο πίστευε πως εκείνη ήταν που είχε προσπαθήσει να δηλητηριάσει το βασιλιά. Αυτή θα πλήρωνε. Στο επόμενο βραδινό γεύμα.

Η Σιμόνη κατάλαβε ότι ο βασιλιάς είχε γλιτώσει. Ήταν ακόμη ζωντανός και τυπικά θα ήθελε να τη συναντήσει το επόμενο βράδυ. Το σχέδιό της είχε αποτύχει. Αυτό που δεν ήξερε ήταν αν ο βασιλιάς είχε ακόμα την επιθυμία να σκοτώσει τη σύζυγό του. Το επόμενο βράδυ, η Σιμόνη πήγε στο χώρο για τους μουσικούς με ένα μεγάλο φόβο. Ο βασιλιάς θα κατηγορούσε εκείνη για την απόπειρα. Εκείνη είχε το δηλητήριο, εκείνη είχε αναλάβει τα πιάτα το προηγούμενο βράδυ. Εκείνη ήταν υπεύθυνη για τη μεταφορά. Προς μεγάλη έκπληξή της όμως, ο βασιλιάς δε την κατηγόρησε. Το μυαλό του δεν πήγε καν σε κάτι τέτοιο. Η Σιμόνη είπε ψέματα στο βασιλιά πως δεν είχε ιδέα για την απόπειρα.

Η συνάντηση έπρεπε να ήταν σύντομη γιατί η Άννα είχε ζητήσει από το βασιλιά να κάτσουν για δείπνο. Ήθελε, λέει, να έχουν ένα φυσιολογικό δείπνο. Για αυτό το λόγο έπρεπε να είναι και η Σιμόνη γρήγορα στην κουζίνα. Τη φίλησε και χωρίστηκαν.

Στο δωμάτιο ήταν όλα έτοιμα όπως και το προηγούμενο βράδυ. Η Άννα χαμογελούσε. Προσκάλεσε το βασιλιά να κάτσει. Τον φίλησε. Τα πιάτα ήταν ήδη στο τραπέζι πριν έρθει ο βασιλιάς. Η Άννα κοίταξε με νόημα το βασιλιά στα μάτια. Τότε φώναξε τον υπηρέτη που στεκόταν στην πόρτα να έρθει δίπλα της. Αυτός έσπευσε και γονάτισε στο ύψος της καθισμένης βασίλισσας. Εκείνη του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Αυτός έγνεψε καταφατικά, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Μετά από λίγο εμφανίστηκε η Σιμόνη από την κουζίνα. Ο βασιλιάς εξεπλάγη όταν την είδε, προσπάθησε όμως να μην αντιδράσει. Η Σιμόνη πλησίασε την Άννα με ένα βλέμμα αμήχανο και στάθηκε μπροστά στην Άννα και υποκλίθηκε διακριτικά. Η καρδιά της χτυπούσε τώρα πολύ γρήγορα. «Δοκίμασε από αυτό το πιάτο, υπηρέτρια.» είπε με ψύχραιμο και άμεσο ύφος η Άννα. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Η Σιμόνη έδειχνε να μην καταλαβαίνει ακριβώς. Η Άννα σηκώθηκε και επανέλαβε « Δοκίμασε από αυτό το πιάτο, σε διατάζω.» Η Σιμόνη δεν είχε άλλη επιλογή. Τώρα τα χέρια της έτρεμαν. Σήκωσε το πιρούνι και έβαλε μια μπουκιά στο στόμα της. Κατάπιε. Κοίταξε με τρεμάμενα χέρια τη βασίλισσα. Τα χέρια της σταμάτησαν να τρέμουν μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Γούρλωσε τα μάτια. Έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο πάτωμα. Ο βασιλιάς ήθελε να σηκωθεί, να της δώσει νερό, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Θα πρόδιδε τα πάντα. «Αυτή την τύχη θα έχει όποιος προσπαθήσει να σκοτώσει το βασιλιά μας» φώναξε η Άννα. Ο πατέρας της Σιμόνης δεν ήταν εκεί εκείνο το βράδυ. Η Σιμόνη σιγά-σιγά έχανε τον έλεγχο του σώματός της και άρχισε να παραλύει. Ο βασιλιάς είχε ταραχτεί. Η Άννα σκότωνε τη Σιμόνη και αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν ένιωθε πια την καρδιά της Σιμόνης να χτυπάει.

Σε λίγα λεπτά η Άννα διέταξε να πάρουν το πτώμα της υπηρέτριας από το δωμάτιο και κάλεσε το βασιλιά στο κρεβάτι. Τον φίλησε και κοιμήθηκαν. Το επόμενο πρωί ο ήλιος έλαμπε και η μέρα ήταν πολύ ζεστή. Ο βασιλιάς ένιωσε ένα περίεργο μούδιασμα όταν ξύπνησε. Η θλίψη τον διακατείχε. Τα όνειρά του είχαν γκρεμιστεί. Όχι μόνο δεν είχε καταφέρει να «βγάλει το εμπόδιο από τη μέση» αλλά η γυναίκα με την οποία ήθελε να ζήσει την υπόλοιπή ζωή του είχε δολοφονηθεί μπροστά του από το “εμπόδιο”. Η θλίψη γέμιζε τις φλέβες του με δηλητήριο. Ο βασιλιάς στέφθηκε νέος. Ο βασιλιάς πέθανε νέος.(τέλος ιστορίας)

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Ο βασιλιάς - μέρος έκτο

«Δηλητήριο;» ρώτησε εμφανώς ταραγμένη η Σιμόνη. Ήταν κάτι που προφανώς δεν περίμενε να ακούσει. Ο βασιλιάς σχεδίαζε να βγάλει από τη μέση τη σύζυγό του δηλητηριάζοντάς την. Το δηλητήριο προκαλούσε άμεσα παράλυση και αν το θύμα δεν έπινε γρήγορα άφθονο νερό, ήταν νεκρό. «Μα πως μπορείς να το σκέφτεσαι αυτό;» είπε η υπηρέτρια στο βασιλιά. «Είναι η σύζυγός σου. Δεν μπορείς να τη σκοτώσεις.». Ο βασιλιάς δεν δίστασε καθόλου να της απαντήσει. «Το θέλω για μας. Κανείς δεν θα καταλάβει ότι θα το κάνω εγώ.» Η Σιμόνη δεν πίστευε στα αυτιά της. Ήταν και αυτή ερωτευμένη με το βασιλιά, αλλά δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. «Δεν είμαι σίγουρη για αυτό που θες να κάνεις. Δεν ξέρω αν αξίζει.». Ο βασιλιάς τη φίλησε. Δεν το ξανασυζήτησαν εκείνο το βράδυ.

Ο βασιλιάς περίμενε από τη Σιμόνη να συμφωνήσει αμέσως. Φάνηκε όμως πως η νεαρή υπηρέτριά του δεν ήταν καθόλου σύμφωνη με το σχέδιό του. Ο βασιλιάς είχε πάψει από καιρό να νιώθει τύψεις για τις σκέψεις που έκανε για την Άννα. Είχε πια σχεδόν ξεχάσει πόσο ενθουσιασμένος ήταν όταν την παντρεύτηκε. Είχε πια το μυαλό του συνεχώς στη Σιμόνη. Δεν τον ανησυχούσε που σκεφτόταν να δηλητηριάσει τη σύζυγό του. Όσο σκληρό και ήταν, το έκανε για την ευτυχία του, που είχε σκεφτεί με τη Σιμόνη. Ήταν εύκολο για ένα βασιλιά να βρει μια εύκολη και πειστική δικαιολογία όταν θα μάθαινε ο κόσμος ότι η Άννα ήταν νεκρή. Έπεσε στο κρεβάτι. Η Άννα είχε ήδη κοιμηθεί. Το πρόσωπό της ήταν τόσο γαλήνιο. Στο μυαλό του την έβλεπε ήδη νεκρή. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της γυναίκας, που αν όλα πήγαιναν καλά τις επόμενες μέρες, θα είχε βγει από τη μέση. Αυτή δεν έδειξε να αισθάνεται το άγγιγμά του. Το πρόσωπό της παρέμεινε το ίδιο γαλήνιο με πριν, χλωμό, ήρεμο. Ο βασιλιάς γύρισε πλευρό. Σκεφτόταν πως δεν έπρεπε ακόμα να αναλώνεται στο τί δικαιολογία θα βρει για το θάνατο. Έπρεπε πρώτα να σιγουρέψει ότι το σχέδιό του για τη δολοφονία ήταν άψογο.

Η Σιμόνη πέρασε πολύ δύσκολη νύχτα. Είχε ταραχτεί τόσο πολύ από αυτό που της είπε ο βασιλιάς που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί πολλές ώρες. Σκεφτόταν συνέχεια τα λόγια του. «...για μας.» της είπε. Μα πως μπορούσε ένας άνθρωπος να είναι τόσο σκληρός; Δεν ήξερε πολλά για την Άννα, αλλά ήταν σίγουρη πως δεν άξιζε να δηλητηριαστεί για κάτι τόσο μικρό. Ο βασιλιάς της φάνηκε τότε πολύ απάνθρωπος. Όσο ερωτευμένη κι αν ήταν, δεν ήθελε με τίποτα να συνεργαστεί μαζί του για μια δολοφονία, ακόμα κι αν αυτή εξασφάλιζε την ευτυχία τους. Αρνούταν να γίνει συνένοχη σε ένα τόσο φρικτό εγχείρημα. Στο κάτω κάτω η Άννα δεν είχε κάνει τίποτα σ’αυτή. «...για μας». Αποκλείεται να το εννοούσε. Η Σιμόνη ήταν σίγουρη ότι ο βασιλιάς της δεν το είχε σκεφτεί. Όπως και να είχαν τα πράγματα όμως, εκείνη δεν θα δεχόταν να κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν άδικο και αυτό έπρεπε να το καταλάβει ο βασιλιάς πριν να είναι αργά. Θα αρνούταν να συνεργαστεί το επόμενο κιόλας βράδυ.

Όταν ο βασιλιάς ανέφερε το θέμα αυτό την επόμενη νύχτα στη Σιμόνη έδειχνε πια τελείως σίγουρος για αυτό που ήθελε να κάνει. Η Σιμόνη πήρε μια βαθιά ανάσα και του είπε «Δεν θέλω να κάνεις κάτι τέτοιο. Είναι άδικο για τη σύζυγό σου. Δεν έχει κάνει τίποτα. Δεν θα συνεργαστώ μαζί σου για μια δολοφονία.» Ο βασιλιάς έδειξε να ξαφνιάζεται. «Είναι για το δικό μας καλό. Είναι για να ζήσουμε μαζί. Είναι η επιλογή μου και αυτό θα κάνω». Η Σιμόνη αναστέναξε βαθιά. Δεν είχε καμία απολύτως αμφιβολία για το τι ήταν σωστό και τι λάθος. Ήξερε ότι ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να διαπράξει τη δολοφονία. «Δεν θέλω να το κάνεις. Δεν θα είσαι ευτυχισμένος. Μη το κάνεις.». Ο βασιλιάς δυσανασχέτησε. «Θα το κάνω. Θα δεις ότι θα είμαστε ευτυχισμένοι μαζί. Σε δύο μέρες θα φύγει το τελευταίο εμπόδιο που μας χωρίζει από την απόλυτη ευτυχία μας.». Η Σιμόνη πήγε για ύπνο συγχυσμένη, θορυβημένη.

Ο βασιλιάς δεν είχε πια κανέναν ενδοιασμό για αυτό που ήθελε να κάνει. Το πλάνο ήταν πια ξεκάθαρο στο μυαλό του. Το επόμενο βράδυ θα έδινε το δηλητήριο στη Σιμόνη και θα τη διέταζε να το ρίξει στο φαγητό της Άννας στο επόμενο βραδινό δείπνο. Θα της απαγόρευε να φέρει νερό στο τραπέζι. Η Άννα θα παρέλυε. Ο βασιλιάς δεν θα έφερνε νερό. Η Άννα θα πέθαινε μέσα σε ένα λεπτό. Θα απαγόρευε την είσοδο στο δωμάτιο σε όλους. Το επόμενο πρωί θα προσποιούταν λύπη. Θα έλεγε πως η Άννα πέθανε στον ύπνο της. Κανείς δεν θα αμφέβαλε. Θα ενημέρωνε τους γονείς της και θα τελούσε μια μεγαλοπρεπή κηδεία. Τέλος θα παντρευόταν τη Σιμόνη και ο δρόμος για την ευτυχία τους θα ήταν πια ανοιχτός. Κάθε φορά που έφερνε το σχέδιο στο μυαλό του, η σκέψη του προκαλούσε ανατριχίλα. Όχι όμως από τη φρικαλεότητα με την οποία σχεδίαζε να σκοτώσει έναν άνθρωπο, αλλά από την έπαρση για το άριστα σχεδιασμένο τρόπο της εκτέλεσης. Ο βασιλιάς το έκανε για να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή με τη Σιμόνη και αυτό λειτουργούσε ως άλλοθι. Ήταν ερωτευμένος και για αυτό σχεδίαζε να σκοτώσει τη νυν σύζυγό του. Είναι περίεργο όμως πως καμιά φορά, αυτά τα τόσο ανθρώπινα συναισθήματα οδηγούν τους ανθρώπους σε τόσο απάνθρωπες επιλογές.

Η Σιμόνη δεν είχε άλλη επιλογή. Πήρε το δηλητήριο στα χέρια της. Το κράτησε και αμέσως ένας πόνος στο στομάχι ήρθε να την τρυπήσει. Η θέση της ακόμα δεν της επέτρεπε να φέρει αντίρρηση. Αυτός ήταν ο βασιλιάς και αυτή ήταν απλώς μια υπηρέτρια, τουλάχιστον ακόμα. Ο βασιλιάς της είπε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει το επόμενο βράδυ. Ανέλυσε όλες τις λεπτομέρειες που αφορούσαν τα πιάτα, το νερό και τις κλειδωμένες πόρτες. Η Σιμόνη δεν είχε άλλη επιλογή από το να εφαρμόσει τις εντολές, όσο και αν τις φαίνονταν απάνθρωπες. Ήξερε ότι οι επιπτώσεις σε περίπτωση που παράκουε αυτά που της είπε ο βασιλιάς ήταν άγνωστες, και δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι.

Το επόμενο πρωί, ο ήλιος έλαμπε. Ήταν μια όμορφη μέρα, μετά από πολλές βροχερές και συννεφιασμένες μέρες. Ο βασιλιάς ξύπνησε από το φως του ήλιου. Ήταν η μέρα της δολοφονίας. Θα έδινε τέλος στη ζωή της Άννας και θα ξεκινούσε η ζωή του με τη Σιμόνη. Το αίσθημα της ανυπομονησίας μαζί με την ασυνείδητη ευχαρίστηση που νιώθουν όλοι οι άνθρωποι το πρωί μιας όμορφης μέρας έκανε το βασιλιά κεφάτο. Σκέφτηκε να ακούσει μουσική, για τελευταία φορά μαζί με τη σύζυγό του. Έτσι αφού της πρότεινε, εκείνη δέχτηκε με μεγάλη έκπληξη δεδομένης της αλλαγής στη συμπεριφορά του. Ήταν η τελευταία φορά που την έπιασε από το χέρι.

Η ώρα είχε φτάσει. Ήταν και οι δύο καθισμένοι στο τραπέζι του δωματίου τους και περίμεναν τα πιάτα τους. Το γεγονός της απουσίας της κανάτας με το νερό δεν πέρασε απαρατήρητο από την Άννα, η οποία τελικά αποφάσισε να μη ρωτήσει, περιμένοντας να έρθει μαζί με τα πιάτα. Ο βασιλιάς δεν μιλούσε. Απλώς της χαμογελούσε. Η Άννα ένιωθε πολύ χαρούμενη. Ήταν σίγουρη πως το σημερινό δείπνο θα έδινε ένα τέλος στην περίεργη συμπεριφορά του συζύγου της.

Τα πιάτα ήρθαν. Ο βασιλιάς τα κοίταξε, δεν παρατήρησε καμία διαφορά. Καμία διαφορά εξάλλου δεν θα φαινόταν. Ο υπηρέτης όμως που έφερε τα πιάτα είχε πάρει τις οδηγίες απο τη Σιμόνη και ήξερε ποιο πιάτο θα ήταν της Άννας. Η Άννα παρατήρησε ότι ούτε τώρα υπήρχε νερό στο τραπέζι αλλά και πάλι το άφησε ασχολίαστο. Το ζευγάρι κοιτάχτηκε στα μάτια χαμογελώντας. Σήκωσαν τα πιρούνια τους ταυτόχρονα. Σήκωσαν το φαγητό στο ύψος του στόματός τους. Χαμογέλασαν για μια τελευταία φορά. Ο βασιλιάς κατάπιε ταυτόχρονα με την Άννα. Το δηλητήριο θα δρούσε σε μερικά δευτερόλεπτα. Περίμενε. Σε λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε ένα μούδιασμα που γινόταν όλο και πιο έντονο. Αυτός παρέλυε και αυτή ήταν ακόμα ζωντανή( I’m paralyzed and you are still alive )(τέλος έκτου μέρους)

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Ο βασιλιάς - μέρος πέμπτο

Το πρωί δυνατή βροχή χτυπούσε τα κεραμίδια. Δυνατός αέρας έκανε τα δέντρα να κουνιούνται. Η Σιμόνη ξύπνησε νωρίς, καθώς έπρεπε, αφού εργαζόταν από το πρωί με την κουζίνα. Ξύπνησε τις αδερφές της και ετοιμάστηκε για τη δουλειά. Θα ήταν μοιραίο λάθος να αναφέρει σε οποιονδήποτε το χτεσινό βράδυ. Ήταν σίγουρη πως η απουσία της την προηγούμενη νύχτα έγινε αισθητή από την οικογένειά της, κυρίως από τον πατέρα της, παρόλα αυτά δεν ήθελε να ξεκινήσει καμία συζήτηση που θα πλησίαζε έστω και λίγο σε αυτό το θέμα. Οι σκέψεις ήταν ακόμα ρευστές στο μυαλό της. Η ταραχή που της δημιούργησε η τελευταία αυτή συνάντηση ήταν ακόμα φανερή μέσα της, προσπαθούσε όμως να την κρύψει όσο πιο πολύ μπορούσε. Συνήθως, οι άνθρωποι, όταν βιώνουν τέτοιες εμπειρίες έχουν την ανάγκη να της διατυμπανίζουν. Ήταν μια ανάγκη που προφανώς είχε και η Σιμόνη, παρόλα αυτά προσπάθησε να κρατήσει μέσα της τον ενθουσιασμό. Τα κατάφερνε καλά ωστόσο στο να κρύβει τα συναισθήματά της.

Ο πατέρας της Σιμόνης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την απουσία της Σιμόνης. Δεν άργησε να καταλάβει και την ταραχή στο πρόσωπο της κόρης του που προσπαθούσε να κρύψει την ένταση. Ήταν σίγουρος πως η ταραχή αυτή είχε άμεση σύνδεση με την απουσία της το προηγούμενο βράδυ και ανησύχησε. Ήταν άνθρωπος καλόκαρδος και γλυκός, μόνο που κάποιες φορές η αγνότητά του αυτή τον έκανε αφελή. Σε κάθε περίπτωση ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει με την κόρη του, να προσπαθήσει να την προσεγγίσει και να πληροφορηθεί για το γεγονός. Έτσι, αφού βρήκε την ευκαιρία να την ξεμοναχιάσει άρχισε να της κάνει άσχετες ερωτήσεις για να καταλήξει να τη ρωτήσει τελικά για τη χτεσινή απουσία της. Εκείνη όμως δεν ήταν ακόμη έτοιμη να του μιλήσει για αυτό το θέμα.

Ο βασιλιάς από την άλλη άργησε να ξυπνήσει. Όταν ξύπνησε, προτίμησε να απολαύσει λίγη μουσική στο χώρο για τους μουσικούς, αυτή τη φορά χωρίς την Άννα, η οποία έμεινε στο παλάτι αφού εκείνη τη μέρα έτυχε να έρθουν συγγενείς της. Ο βασιλιάς αδιαφορούσε για αυτό το γεγονός και αφού το συζήτησε με την Άννα την προηγούμενη μέρα, η Άννα δεν έδειξε να ενοχλείται απ’ αυτό το γεγονός . Ακούγοντας τη μουσική αυτή τη φορά, οι σκέψεις του βασιλιά γυρνούσαν στην υπηρέτρια που φιλούσε την προηγούμενη μέρα και θα συναντούσε σε λίγες ώρες. Η μέρα του, του φάνηκε να περνάει πολύ γρήγορα και σύντομα τον βρήκε πάλι αγκαλιά με τη Σιμόνη. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά, ένιωθε το πρόσωπό της να ζεσταίνεται. Ένιωθε το γυμνό της σώμα να κάμπτεται πάνω στα χέρια του, ένιωθε τα χάδια της στην γυμνή του πλάτη. Ένιωθε τα χείλη της υγρά, ένιωθε την ανάσα της στα αυτιά του.

Πολλές συναντήσεις ακολούθησαν σαν αυτή. Η Σιμόνη πια λιγότερο ταραγμένη από την πρώτη φορά. Ο πατέρας της ακόμα πιο ανήσυχος βλέποντας την κόρη του να μην του μιλάει. Ο βασιλιάς ανέμελος και αδιάφορος για πράγματα που παλιότερα τραβούσαν το ενδιαφέρον του, όχι όμως για τη μουσική. Η Άννα δεν ήταν αφελής. Έβλεπε το σύζυγό της να γίνεται όλο και πιο αδιάφορος μέρα με τη μέρα. Δεν είχε σκοπό όμως να του μιλήσει. Πίστευε πως η κατάσταση αυτή θα βελτιωνόταν με τον ερχομό του παιδιού τους. Ήθελε να δώσει χρόνο στο νεαρό βασιλιά. Ο βασιλιάς, πια χωρίς τύψεις, επωφελούταν από αυτό το γεγονός και συνέχισε να συναντιέται κάθε βράδυ με τη Σιμόνη. Δεν σκεφτόταν καν ότι περιμένει ένα παιδί, δεν σκεφτόταν ότι είχε μια τίμια σύζυγο. Ήταν τόσο ερωτευμένος με τη Σιμόνη και ο έρωτας είναι ένα απολύτως ανθρώπινο φαινόμενο. Είναι περίεργο όμως πως καμιά φορά, αυτά τα τόσο ανθρώπινα συναισθήματα οδηγούν τους ανθρώπους σε τόσο απάνθρωπες επιλογές. Όσο αντιφατικό κι αν φαίνεται, ο βασιλιάς αδιαφορούσε για τη σύζυγό του, αδιαφορούσε για το πόσο σωστά του είχε φερθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και προτιμούσε να συναντά τη νεαρή υπηρέτρια κάθε βράδυ. Ούτε καν το γεγονός ότι μόλις γυρνούσε στο κρεβάτι του τον περίμενε η Άννα, μια αγκαλιά και ένα φιλί δεν τον έκανε να νιώθει τύψεις. Ήταν πια τυφλός από το έρωτα. Τις αποφάσεις για τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα καθώς και για τα θέματα εμπορίου τις άφηνε τώρα πια σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στους συμβούλους του.

Πέρασε πια περίπου ένας μήνας από την πρώτη τους συνάντηση, όταν η Σιμόνη αποφάσισε να μιλήσει στον πατέρα της για το γεγονός. Είχε πια αυτοπεποίθηση για το θέμα και δεν είχε πρόβλημα το συζητήσει μαζί του. Ο πατέρας της χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει αυτό που του είπε η κόρη του. Παρόλα αυτά ήταν πλήρως μπερδεμένος. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί για αυτό. Δεν ήξερε αν αυτό που του είπε η κόρη του ήταν καλό ή κακό, θετικό ή επίφοβο. Οι υπηρέτες δεν φημίζονταν για την αλληλεγγύη τους. Ήταν συχνά εκδικητικοί και δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν βία μεταξύ τους όταν ένιωθαν αδικημένοι για κάποιο λόγο. Αυτό το γεγονός ανησύχησε τον πατέρα της Σιμόνης αλλά δεν μπορούσε να της πει κάτι. Εξάλλου ο άντρας με τον οποίον συναντιόταν δεν ήταν κάποιος τυχαίος αλλά ο βασιλιάς.

Μετά από ένα μήνα όμως η υπομονή της Άννας είχε αρχίσει να εξαντλείται, και αποφάσισε να μιλήσει στο βασιλιά. Ήταν πια καιρός, πίστευε, να μάθει το λόγο της παράξενης συμπεριφοράς του συζύγου της. Φυσικά, όπως κάθε ένοχος, όταν έρχεται η ώρα της απολογίας του, προσπαθεί να ξεφύγει από το θέμα. Ο βασιλιάς προσποιούταν τον ανήξερο με τρόπο ανεπιτυχή. Η Άννα κατέληξε στο να του δώσει ακόμα χρόνο. Ο βασιλιάς δεν ήταν όμως τόσο ψύχραιμος. Το γεγονός ότι ήρθε στη θέση να απολογείται με ψεύτικες δικαιολογίες τον εξόργισε. Έκανε την Άννα να μοιάζει τόσο μικρόψυχη στα μάτια του. Ο βασιλιάς άλλαζε δραματικά. Και η Άννα ήταν η πρώτη που το έβλεπε αυτό. Ο ίδιος ήταν ερωτευμένος με τη μικρή υπηρέτρια. Από εκείνη τη μέρα, ο βασιλιάς άρχιζε να συζητάει με τη Σιμόνη περισσότερο και συχνά η συζήτηση πήγαινε στην Άννα, αφού η Σιμόνη ήταν αυτή που είχε εκφράσει το φόβο της για αυτή τη σχέση. Ο βασιλιάς μιλούσε με απάθεια για τη σύζυγό του. Δεν ένιωθε πια αυτά που ένιωθε παλιότερα. Τρελές ιδέες του είχαν περάσει από το μυαλό, καθώς την έβλεπε τώρα πια πιο πολύ σαν εμπόδιο, παρά σαν τη μέλλουσα μητέρα του παιδιού του. Ο έρωτας τον είχε μεταλλάξει. Αυτό δεν τον ανησυχούσε, αυτό δεν το έβλεπε.

Ο καιρός περνούσε, η Άννα βρισκόταν στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της και η συμπεριφορά του βασιλιά δεν φαινόταν να αλλάζει στο ελάχιστο. Προσπάθησε πολλές φορές να το συζητήσει μαζί του αλλά ήταν μάταιο καθώς ο σύζυγός της επέμενε να αλλάζει κουβέντα. Αρκετές φορές έδειχνε να τον στριμώχνει στη γωνία αλλά εκείνος κατάφερνε να την πείθει να σταματήσει. Έκανε πια όνειρα με τη Σιμόνη και η Άννα είχε γίνει πλέον το μεγαλύτερο εμπόδιο, μεγαλύτερο και από τη διαφορά της κοινωνικής τάξης μεταξύ του και της Σιμόνης. Το μυαλό του συχνά έκανε παράφρονα σχέδια. Μια νύχτα σκέφτηκε να τα εκμυστηρευτεί στη Σιμόνη. «Θέλω να βγάλω αυτό το εμπόδιο από τη μέση» είπε.(τέλος πέμπτου μέρους)