Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Ο βασιλιάς - μέρος πέμπτο

Το πρωί δυνατή βροχή χτυπούσε τα κεραμίδια. Δυνατός αέρας έκανε τα δέντρα να κουνιούνται. Η Σιμόνη ξύπνησε νωρίς, καθώς έπρεπε, αφού εργαζόταν από το πρωί με την κουζίνα. Ξύπνησε τις αδερφές της και ετοιμάστηκε για τη δουλειά. Θα ήταν μοιραίο λάθος να αναφέρει σε οποιονδήποτε το χτεσινό βράδυ. Ήταν σίγουρη πως η απουσία της την προηγούμενη νύχτα έγινε αισθητή από την οικογένειά της, κυρίως από τον πατέρα της, παρόλα αυτά δεν ήθελε να ξεκινήσει καμία συζήτηση που θα πλησίαζε έστω και λίγο σε αυτό το θέμα. Οι σκέψεις ήταν ακόμα ρευστές στο μυαλό της. Η ταραχή που της δημιούργησε η τελευταία αυτή συνάντηση ήταν ακόμα φανερή μέσα της, προσπαθούσε όμως να την κρύψει όσο πιο πολύ μπορούσε. Συνήθως, οι άνθρωποι, όταν βιώνουν τέτοιες εμπειρίες έχουν την ανάγκη να της διατυμπανίζουν. Ήταν μια ανάγκη που προφανώς είχε και η Σιμόνη, παρόλα αυτά προσπάθησε να κρατήσει μέσα της τον ενθουσιασμό. Τα κατάφερνε καλά ωστόσο στο να κρύβει τα συναισθήματά της.

Ο πατέρας της Σιμόνης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την απουσία της Σιμόνης. Δεν άργησε να καταλάβει και την ταραχή στο πρόσωπο της κόρης του που προσπαθούσε να κρύψει την ένταση. Ήταν σίγουρος πως η ταραχή αυτή είχε άμεση σύνδεση με την απουσία της το προηγούμενο βράδυ και ανησύχησε. Ήταν άνθρωπος καλόκαρδος και γλυκός, μόνο που κάποιες φορές η αγνότητά του αυτή τον έκανε αφελή. Σε κάθε περίπτωση ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει με την κόρη του, να προσπαθήσει να την προσεγγίσει και να πληροφορηθεί για το γεγονός. Έτσι, αφού βρήκε την ευκαιρία να την ξεμοναχιάσει άρχισε να της κάνει άσχετες ερωτήσεις για να καταλήξει να τη ρωτήσει τελικά για τη χτεσινή απουσία της. Εκείνη όμως δεν ήταν ακόμη έτοιμη να του μιλήσει για αυτό το θέμα.

Ο βασιλιάς από την άλλη άργησε να ξυπνήσει. Όταν ξύπνησε, προτίμησε να απολαύσει λίγη μουσική στο χώρο για τους μουσικούς, αυτή τη φορά χωρίς την Άννα, η οποία έμεινε στο παλάτι αφού εκείνη τη μέρα έτυχε να έρθουν συγγενείς της. Ο βασιλιάς αδιαφορούσε για αυτό το γεγονός και αφού το συζήτησε με την Άννα την προηγούμενη μέρα, η Άννα δεν έδειξε να ενοχλείται απ’ αυτό το γεγονός . Ακούγοντας τη μουσική αυτή τη φορά, οι σκέψεις του βασιλιά γυρνούσαν στην υπηρέτρια που φιλούσε την προηγούμενη μέρα και θα συναντούσε σε λίγες ώρες. Η μέρα του, του φάνηκε να περνάει πολύ γρήγορα και σύντομα τον βρήκε πάλι αγκαλιά με τη Σιμόνη. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά, ένιωθε το πρόσωπό της να ζεσταίνεται. Ένιωθε το γυμνό της σώμα να κάμπτεται πάνω στα χέρια του, ένιωθε τα χάδια της στην γυμνή του πλάτη. Ένιωθε τα χείλη της υγρά, ένιωθε την ανάσα της στα αυτιά του.

Πολλές συναντήσεις ακολούθησαν σαν αυτή. Η Σιμόνη πια λιγότερο ταραγμένη από την πρώτη φορά. Ο πατέρας της ακόμα πιο ανήσυχος βλέποντας την κόρη του να μην του μιλάει. Ο βασιλιάς ανέμελος και αδιάφορος για πράγματα που παλιότερα τραβούσαν το ενδιαφέρον του, όχι όμως για τη μουσική. Η Άννα δεν ήταν αφελής. Έβλεπε το σύζυγό της να γίνεται όλο και πιο αδιάφορος μέρα με τη μέρα. Δεν είχε σκοπό όμως να του μιλήσει. Πίστευε πως η κατάσταση αυτή θα βελτιωνόταν με τον ερχομό του παιδιού τους. Ήθελε να δώσει χρόνο στο νεαρό βασιλιά. Ο βασιλιάς, πια χωρίς τύψεις, επωφελούταν από αυτό το γεγονός και συνέχισε να συναντιέται κάθε βράδυ με τη Σιμόνη. Δεν σκεφτόταν καν ότι περιμένει ένα παιδί, δεν σκεφτόταν ότι είχε μια τίμια σύζυγο. Ήταν τόσο ερωτευμένος με τη Σιμόνη και ο έρωτας είναι ένα απολύτως ανθρώπινο φαινόμενο. Είναι περίεργο όμως πως καμιά φορά, αυτά τα τόσο ανθρώπινα συναισθήματα οδηγούν τους ανθρώπους σε τόσο απάνθρωπες επιλογές. Όσο αντιφατικό κι αν φαίνεται, ο βασιλιάς αδιαφορούσε για τη σύζυγό του, αδιαφορούσε για το πόσο σωστά του είχε φερθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και προτιμούσε να συναντά τη νεαρή υπηρέτρια κάθε βράδυ. Ούτε καν το γεγονός ότι μόλις γυρνούσε στο κρεβάτι του τον περίμενε η Άννα, μια αγκαλιά και ένα φιλί δεν τον έκανε να νιώθει τύψεις. Ήταν πια τυφλός από το έρωτα. Τις αποφάσεις για τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα καθώς και για τα θέματα εμπορίου τις άφηνε τώρα πια σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στους συμβούλους του.

Πέρασε πια περίπου ένας μήνας από την πρώτη τους συνάντηση, όταν η Σιμόνη αποφάσισε να μιλήσει στον πατέρα της για το γεγονός. Είχε πια αυτοπεποίθηση για το θέμα και δεν είχε πρόβλημα το συζητήσει μαζί του. Ο πατέρας της χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει αυτό που του είπε η κόρη του. Παρόλα αυτά ήταν πλήρως μπερδεμένος. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί για αυτό. Δεν ήξερε αν αυτό που του είπε η κόρη του ήταν καλό ή κακό, θετικό ή επίφοβο. Οι υπηρέτες δεν φημίζονταν για την αλληλεγγύη τους. Ήταν συχνά εκδικητικοί και δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν βία μεταξύ τους όταν ένιωθαν αδικημένοι για κάποιο λόγο. Αυτό το γεγονός ανησύχησε τον πατέρα της Σιμόνης αλλά δεν μπορούσε να της πει κάτι. Εξάλλου ο άντρας με τον οποίον συναντιόταν δεν ήταν κάποιος τυχαίος αλλά ο βασιλιάς.

Μετά από ένα μήνα όμως η υπομονή της Άννας είχε αρχίσει να εξαντλείται, και αποφάσισε να μιλήσει στο βασιλιά. Ήταν πια καιρός, πίστευε, να μάθει το λόγο της παράξενης συμπεριφοράς του συζύγου της. Φυσικά, όπως κάθε ένοχος, όταν έρχεται η ώρα της απολογίας του, προσπαθεί να ξεφύγει από το θέμα. Ο βασιλιάς προσποιούταν τον ανήξερο με τρόπο ανεπιτυχή. Η Άννα κατέληξε στο να του δώσει ακόμα χρόνο. Ο βασιλιάς δεν ήταν όμως τόσο ψύχραιμος. Το γεγονός ότι ήρθε στη θέση να απολογείται με ψεύτικες δικαιολογίες τον εξόργισε. Έκανε την Άννα να μοιάζει τόσο μικρόψυχη στα μάτια του. Ο βασιλιάς άλλαζε δραματικά. Και η Άννα ήταν η πρώτη που το έβλεπε αυτό. Ο ίδιος ήταν ερωτευμένος με τη μικρή υπηρέτρια. Από εκείνη τη μέρα, ο βασιλιάς άρχιζε να συζητάει με τη Σιμόνη περισσότερο και συχνά η συζήτηση πήγαινε στην Άννα, αφού η Σιμόνη ήταν αυτή που είχε εκφράσει το φόβο της για αυτή τη σχέση. Ο βασιλιάς μιλούσε με απάθεια για τη σύζυγό του. Δεν ένιωθε πια αυτά που ένιωθε παλιότερα. Τρελές ιδέες του είχαν περάσει από το μυαλό, καθώς την έβλεπε τώρα πια πιο πολύ σαν εμπόδιο, παρά σαν τη μέλλουσα μητέρα του παιδιού του. Ο έρωτας τον είχε μεταλλάξει. Αυτό δεν τον ανησυχούσε, αυτό δεν το έβλεπε.

Ο καιρός περνούσε, η Άννα βρισκόταν στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της και η συμπεριφορά του βασιλιά δεν φαινόταν να αλλάζει στο ελάχιστο. Προσπάθησε πολλές φορές να το συζητήσει μαζί του αλλά ήταν μάταιο καθώς ο σύζυγός της επέμενε να αλλάζει κουβέντα. Αρκετές φορές έδειχνε να τον στριμώχνει στη γωνία αλλά εκείνος κατάφερνε να την πείθει να σταματήσει. Έκανε πια όνειρα με τη Σιμόνη και η Άννα είχε γίνει πλέον το μεγαλύτερο εμπόδιο, μεγαλύτερο και από τη διαφορά της κοινωνικής τάξης μεταξύ του και της Σιμόνης. Το μυαλό του συχνά έκανε παράφρονα σχέδια. Μια νύχτα σκέφτηκε να τα εκμυστηρευτεί στη Σιμόνη. «Θέλω να βγάλω αυτό το εμπόδιο από τη μέση» είπε.(τέλος πέμπτου μέρους)

2 σχόλια:

  1. Αναρωτιέμαι: έχεις σκεφτεί όλα τα γεγονότα της ιστορίας σου ή μόνο το τέλος; Ή απλά γράφεις και σχηματίζεται μια πλοκή;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. το τέλος το ξέρω. και απλώς γράφοντας έρχονται όλα τα γεγονότα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή