Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Ο βασιλιάς - μέρος έβδομο

Η Άννα ταράχτηκε. Έβλεπε το βασιλιά να παραλύει μπροστά στα μάτια της. Δεν είχε γνώσεις ιατρικής, αλλά ενστικτωδώς πανικόβλητη άρχισε να φωνάζει «Φέρτε νερό!». Όταν είδε ότι δεν έπαιρνε ανταπόκριση, έτρεξε προς την πόρτα. Άρχισε να τη χτυπάει νευρικά με δύναμη ρίχνοντας ματιές στο σύζυγό της που παρέλυε. Όταν τελικά άκουσε κάτι από την άλλη μεριά ήταν τα κλειδιά που γυρνούσαν. Αμέσως οι πόρτες άνοιξαν και ο υπηρέτης που έφερε τα πιάτα έτρεξε με μια κανάτα νερό προς το βασιλιά . Αμέσως πρόσφερε νερό στο βασιλιά. Τα μάτια του ήταν ακίνητα, ορθάνοιχτα και το βλέμμα του χανόταν στο ταβάνι. Είχε χλομιάσει αλλά κατάπινε το νερό. Σιγά-σιγά άρχιζε να συνέρχεται. Όταν η Άννα σιγουρεύτηκε ότι ο βασιλιάς είχε συνέλθει, τον έβαλε να κάτσε και έτρεξε στην κουζίνα. Με φωνές συγκέντρωσε όλους τους υπηρέτες που έβλεπε μπροστά της μέσα στην κουζίνα και έκλεισε με πάταγο την πόρτα πίσω της. «Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτό; Ποιος ήταν υπεύθυνος για το φαγητό; Απαιτώ να μάθω!». Έριξε μια ματιά στα πρόσωπα των υπηρετών. Για κάποιο λόγο, κόλλησε τα μάτια της στη Σιμόνη. Την κοίταξε επίμονα. Η καρδιά και των δύο γυναικών χτυπούσε τώρα το ίδιο δυνατά. Η Σιμόνη ένιωθε το βλέμμα της Άννας οξύ πάνω της. «Όποιος και να είναι υπεύθυνος, θα τον βρω. Και όταν τον βρω, θα μετανιώσει τη στιγμή που το σκέφτηκε.» κοίταξε τη Σιμόνη «Θα μετανιώσει».

Η Άννα έφυγε από την κουζίνα χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω της. Πήγε στο δωμάτιο. Ο βασιλιάς ήταν καθισμένος στο κρεβάτι. Δυσκολευόταν ακόμα να σκεφτεί. Το σοκ που είχε υποστεί το σώμα του δεν το είχε ξεπεράσει. Η Άννα τον πλησίασε, τον αγκάλιασε. «Θα το πληρώσει. Όποιος το έκανε θα το πληρώσει.» είπε και φίλησε το σύζυγό της.

Τα πράγματα ηρέμισαν λίγο στο δωμάτιο και το ζευγάρι ξάπλωσε στο κρεβάτι. Δεν μιλούσαν καθόλου μεταξύ τους. Ο βασιλιάς κοιτούσε το ταβάνι. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ήξερε μόνο ότι κάποιος υπηρέτης προσπάθησε να το δολοφονήσει. Προσπαθούσε να φέρει ένα προς ένα τα πρόσωπα στο μυαλό του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Με αυτές τις βαριές σκέψεις κοιμήθηκε. Θα ρωτούσε την επόμενη μέρα τη Σιμόνη. Έπρεπε να μάθει ποιος αποπειράθηκε να το σκοτώσει.

Η Άννα έβραζε από θυμό. Δεν είχε στοιχεία αλλά υποψιαζόταν έντονα τη Σιμόνη. Το βλέμμα της ήταν, μεταξύ όλων, το πιο ένοχο. Δεν ήξερε ότι αυτή η υπηρέτρια που είχε βάλει στο στόχαστρο είχε εδώ και μήνες σχέση με το σύζυγό της. Δεν ήξερε πως ο βασιλιάς είχε βάλει αυτή την υπηρέτρια να τη σκοτώσει. Μα κυρίως δεν ήξερε ότι αυτή η υπηρέτρια προσπάθησε να τη σώσει από μια τόσο άδικη δολοφονία. Δεν τα ήξερε. Παρόλα αυτά ήθελε τόσο πολύ να την κάνει να πληρώσει. Για κάποιο λόγο πίστευε πως εκείνη ήταν που είχε προσπαθήσει να δηλητηριάσει το βασιλιά. Αυτή θα πλήρωνε. Στο επόμενο βραδινό γεύμα.

Η Σιμόνη κατάλαβε ότι ο βασιλιάς είχε γλιτώσει. Ήταν ακόμη ζωντανός και τυπικά θα ήθελε να τη συναντήσει το επόμενο βράδυ. Το σχέδιό της είχε αποτύχει. Αυτό που δεν ήξερε ήταν αν ο βασιλιάς είχε ακόμα την επιθυμία να σκοτώσει τη σύζυγό του. Το επόμενο βράδυ, η Σιμόνη πήγε στο χώρο για τους μουσικούς με ένα μεγάλο φόβο. Ο βασιλιάς θα κατηγορούσε εκείνη για την απόπειρα. Εκείνη είχε το δηλητήριο, εκείνη είχε αναλάβει τα πιάτα το προηγούμενο βράδυ. Εκείνη ήταν υπεύθυνη για τη μεταφορά. Προς μεγάλη έκπληξή της όμως, ο βασιλιάς δε την κατηγόρησε. Το μυαλό του δεν πήγε καν σε κάτι τέτοιο. Η Σιμόνη είπε ψέματα στο βασιλιά πως δεν είχε ιδέα για την απόπειρα.

Η συνάντηση έπρεπε να ήταν σύντομη γιατί η Άννα είχε ζητήσει από το βασιλιά να κάτσουν για δείπνο. Ήθελε, λέει, να έχουν ένα φυσιολογικό δείπνο. Για αυτό το λόγο έπρεπε να είναι και η Σιμόνη γρήγορα στην κουζίνα. Τη φίλησε και χωρίστηκαν.

Στο δωμάτιο ήταν όλα έτοιμα όπως και το προηγούμενο βράδυ. Η Άννα χαμογελούσε. Προσκάλεσε το βασιλιά να κάτσει. Τον φίλησε. Τα πιάτα ήταν ήδη στο τραπέζι πριν έρθει ο βασιλιάς. Η Άννα κοίταξε με νόημα το βασιλιά στα μάτια. Τότε φώναξε τον υπηρέτη που στεκόταν στην πόρτα να έρθει δίπλα της. Αυτός έσπευσε και γονάτισε στο ύψος της καθισμένης βασίλισσας. Εκείνη του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Αυτός έγνεψε καταφατικά, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Μετά από λίγο εμφανίστηκε η Σιμόνη από την κουζίνα. Ο βασιλιάς εξεπλάγη όταν την είδε, προσπάθησε όμως να μην αντιδράσει. Η Σιμόνη πλησίασε την Άννα με ένα βλέμμα αμήχανο και στάθηκε μπροστά στην Άννα και υποκλίθηκε διακριτικά. Η καρδιά της χτυπούσε τώρα πολύ γρήγορα. «Δοκίμασε από αυτό το πιάτο, υπηρέτρια.» είπε με ψύχραιμο και άμεσο ύφος η Άννα. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Η Σιμόνη έδειχνε να μην καταλαβαίνει ακριβώς. Η Άννα σηκώθηκε και επανέλαβε « Δοκίμασε από αυτό το πιάτο, σε διατάζω.» Η Σιμόνη δεν είχε άλλη επιλογή. Τώρα τα χέρια της έτρεμαν. Σήκωσε το πιρούνι και έβαλε μια μπουκιά στο στόμα της. Κατάπιε. Κοίταξε με τρεμάμενα χέρια τη βασίλισσα. Τα χέρια της σταμάτησαν να τρέμουν μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Γούρλωσε τα μάτια. Έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο πάτωμα. Ο βασιλιάς ήθελε να σηκωθεί, να της δώσει νερό, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Θα πρόδιδε τα πάντα. «Αυτή την τύχη θα έχει όποιος προσπαθήσει να σκοτώσει το βασιλιά μας» φώναξε η Άννα. Ο πατέρας της Σιμόνης δεν ήταν εκεί εκείνο το βράδυ. Η Σιμόνη σιγά-σιγά έχανε τον έλεγχο του σώματός της και άρχισε να παραλύει. Ο βασιλιάς είχε ταραχτεί. Η Άννα σκότωνε τη Σιμόνη και αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν ένιωθε πια την καρδιά της Σιμόνης να χτυπάει.

Σε λίγα λεπτά η Άννα διέταξε να πάρουν το πτώμα της υπηρέτριας από το δωμάτιο και κάλεσε το βασιλιά στο κρεβάτι. Τον φίλησε και κοιμήθηκαν. Το επόμενο πρωί ο ήλιος έλαμπε και η μέρα ήταν πολύ ζεστή. Ο βασιλιάς ένιωσε ένα περίεργο μούδιασμα όταν ξύπνησε. Η θλίψη τον διακατείχε. Τα όνειρά του είχαν γκρεμιστεί. Όχι μόνο δεν είχε καταφέρει να «βγάλει το εμπόδιο από τη μέση» αλλά η γυναίκα με την οποία ήθελε να ζήσει την υπόλοιπή ζωή του είχε δολοφονηθεί μπροστά του από το “εμπόδιο”. Η θλίψη γέμιζε τις φλέβες του με δηλητήριο. Ο βασιλιάς στέφθηκε νέος. Ο βασιλιάς πέθανε νέος.(τέλος ιστορίας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου