Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Ο βασιλιάς - μέρος πρώτο

Ο βασιλιάς στέφθηκε νέος. Αφού ο πατέρας του πέθανε σε μικρή σχετικά ηλικία από τύφο, ο βασιλιάς ήταν ο πρωτότοκος γιος, επομένως και ο διάδοχος του θρόνου. Για την ακρίβεια, τα αίτια του θανάτου του πατέρα του ήταν ουσιαστικά άγνωστα, γιατροί όμως είχαν κάνει αυτή τη διάγνωση. Παρόλα αυτά, οι φήμες για δηλητηρίαση του πατέρα από κάποιον από τους υπηρέτες του πλανιόταν στους διαδρόμους του παλατιού. Ο βασιλιάς όμως δεν έδινε σημασία στις φήμες. Κυρίως στις φήμες που προέρχονταν από τους υπηρέτες. Βαθιά μέσα του όμως άφηνε ένα παραθυράκι. Ίσως έδινε πιθανότητες στη φήμη να ισχύει, απλώς δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Όμως κάτι που του διέφευγε ήταν το ότι η δυσπιστία του αυτή ήταν γνωστή στο παλάτι. Δεν σκεφτόταν όμως ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε εύκολα να συμβεί και σε αυτόν. Οι υπηρέτες ήταν πολύ κατώτερης κοινωνικής τάξης από αυτόν και σίγουρα δεν είχαν και πολλά πράγματα να χάσουν. Τίποτα από αυτά δεν είχε περάσει από το μυαλό του νεαρού βασιλιά.

Το κάστρο ήταν αρκετά μεγάλο για να χωράει τη βασιλική οικογένεια και περίπου πενήντα υπηρέτες και συμβούλους του βασιλιά. Ήταν χτισμένο σε ένα λόφο, λίγο έξω από την κοντινή κωμόπολη. Κανένας μύθος δε στοίχειωνε το κάστρο αυτό. Την εποχή εκείνη τύχαινε να επικρατεί ηρεμία στην περιοχή. Οι μεγάλοι πόλεμοι είχαν σταματήσει όταν ακόμα ο πατέρας του βασιλιά ήταν νεαρός, περίπου στην ηλικία του. Πολίτες, έμποροι, σύμβουλοι, πολιτικοί, βάρδοι διάβαιναν καθημερινά τις μεγάλες πύλες του κάστρου. Η αυλή που περικύκλωνε το κτήριο ήταν στολισμένη με διάσπαρτα δέντρα και θάμνους, κάτι συνηθισμένο την εποχή εκείνη. Ο βασιλιάς έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τη μουσική και για αυτό το λόγο είχε χρησιμοποιήσει μια γωνία της αυλής ως ένα χώρο ειδικά διαμορφωμένο για τους πλανόδιους μουσικούς και τους βάρδους που έρχονταν να εξιστορήσουν κατορθώματα και ήρωες από το παρελθόν με τις μουσικές τους.

Καθώς η βασιλεία αυτή είχε ως χαρακτηριστικό της την αριστοκρατία, μόνο όσων η καταγωγή τους το επέτρεπε μπορούσαν να συμμετάσχουν, έστω και με συμβουλές ή συμμετοχές στα συμβούλια, στα πολιτικά πράγματα της περιοχής. Ξεκινώντας από το γένος του βασιλιά διακλαδώνονταν όλα τα γένη των αριστοκρατικών οικογενειών, οι ρίζες των οποίων χάνονταν στους αιώνες. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιοχής μπορεί να είχαν αλλάξει ριζικά κατά τους αιώνες, σχεδόν καμία όμως αλλαγή δεν είχε επέλθει στις αριστοκρατικές οικογένειες, γνωστές και ως "πορφυροί". Οι γόνοι των πορφυρών ονομάζονταν "καρποί" μέχρι να κλείσουν τα είκοσι τους χρόνια. Οι πορφυροί θεωρούνταν, εδώ και αιώνες, αξιοσέβαστοι και αξιέπαινοι. Η αλήθεια είναι όμως ότι ελάχιστοι από τους πολίτες το πίστευαν αυτό. Η φτώχεια ήταν, αν όχι απελπιστική, σίγουρα δεσπόζουσα στη ζωή της πόλης. Και αυτό γιατί ένα τεράστιο μέρος των εισοδημάτων από τα χωράφια συλλεγόταν στο παλάτι και από εκεί γινόταν ο χωρισμός και η μοιρασιά τους.

Όλη η υπόλοιπη μερίδα του πληθυσμού, και αυτή ήταν η συντριπτικά μεγαλύτερη, ήταν ο απλός λαός, γνωστός και ως "τάξη". Όσοι περιλαμβάνονταν στην τάξη ήταν άνθρωποι με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, εργάτες, χωρικοί, νοικοκυρές, κτηνοτρόφοι. Η κοινωνική ευελιξία ήταν κάτι το ανύπαρκτο την εποχή εκείνη, επομένως κανείς ταξικός δεν είχε στη ζωή του την ευκαιρία να συμμετάσχει στα κοινά ή να λάβει μέρος στην πολιτική εξουσία. Για την ακρίβεια, ούτε καν το σκέφτονταν οι πορφυροί πως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί, πόσο μάλλον οι ταξικοί. Η φτώχεια ήταν πια κάτι σύνηθες. Κανείς δεν παραπονιόταν και όλοι είχαν μάθει να ζουν με αυτή. Καμιά φορά φαινόταν πως οι ταξικοί απολάμβαναν τη ζωή περισσότερο από τους πορφυρούς, κάτι φαινομενικά οξύμωρο αν σκεφτεί κανείς τις συνθήκες ζωής και των δύο. Από την τάξη των ταξικών προέρχονταν και οι υπηρέτες του παλατιού που συνήθως μεταβίβαζαν αυτή την ιδιότητα στα παιδιά τους. Έτσι οι οικογένειες των υπηρετών ήταν περίπου οι ίδιες για χρόνια. Κανείς όμως δεν έδινε σημασία στους υπηρέτες. Αποτελούσαν μια προνομιούχα μερίδα των ταξικών αφού ήταν εσώκλειστοι στο παλάτι και συντηρούνταν αξιοπρεπώς σε σχέση με άλλους ταξικούς. Η μόνη έξοδός τους από τις μεγάλες πύλες του κάστρου ήταν η καθημερινή διαδρομή μέχρι την πόλη για την αγορά των αγαθών πρώτης ανάγκης με χρήματα από το βασιλιά. Ήταν και η μόνη τους ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με ανθρώπους της ίδιας κοινωνικής τάξης με αυτούς.

Από αυτή την τάξη των υπηρετών προερχόταν η Σιμόνη, της οποίας αμφότεροι οι γονείς εργάζονταν ως μάγειρες στις κουζίνες του παλατιού. Η δουλειά ήταν επόμενο να μεταβιβαστεί στη Σιμόνη, η οποία ως μεγαλύτερη κόρη των γονιών της ήταν και υπεύθυνη να περάσει την τέχνη στις αδερφές της. Η Σιμόνη είχε μελαχρινά, σκούρα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα, κάτι που της προσέδιδε μια αναμφίβολη ομορφιά, αποτέλεσμα της αντίθεσης αυτής. Φακίδες ήταν διάσπαρτες στο πρόσωπό της. Το σώμα της, ώριμο πια στα δεκαέξι της χρόνια ήταν ένα ακόμα δυνατό σημείο. Τα μάτια της, σκούρα και σκοτεινά, έδιναν μια μυστηριώδη όψη στο βλέμμα της. Πολλοί νεαροί υπηρέτες τη φλέρταραν μέσα στο παλάτι, εκείνη όμως κρατούσε μια διπλωματική στάση, παιχνιδιάρικη και αμφιλεγόμενη, χωρίς ποτέ να απορρίπτει ή να δέχεται ένα παραπάνω άγγιγμα. Η μητέρα της ήταν αυστηρή γυναίκα και την επέκρινε με το παραμικρό όταν η Σιμόνη αφαιρούταν από τη δουλειά της. Ο πατέρας της ,από την άλλη ήταν πολύ ευχάριστος με τη μεγαλύτερη κόρη του. Του άρεσε να αστειεύεται με την κόρη του και να γελούν την ώρα της δουλειάς. Η αλήθεια είναι ότι από τις τέσσερις κόρες του, στη Σιμόνη είχε τη μεγαλύτερη αδυναμία. Πίστευε πως αν τα κατάφερνε σαν πατέρας με τη Σιμόνη τότε θα μπορούσε να τα καταφέρει με όλες του τις κόρες.

Η Σιμόνη ήταν πια δεκαέξι χρονών όταν ο βασιλιάς στέφθηκε μερικές μέρες μετά το θάνατο του πατέρα του. Είχε πολλές φορές ακούσει για τις φήμες περί δηλητηρίασης, ποτέ όμως δεν είχε ενδιαφερθεί να ασχοληθεί παραπάνω με αυτό το θέμα. Τέτοιου είδους συζητήσεις κινούνταν ταχύτατα μέσα στο παλάτι. Οι υπηρέτες θαρρείς πως είχαν αυτή την ιδιότητα να μεταφέρουν τις ειδήσεις τους από το υπόγειο στην κουζίνα και στον κήπο και στα δωμάτια τόσο γρήγορα που ήταν θέμα μερικών ωρών, μια είδηση να έχει μεταφερθεί σε πενήντα υπηρέτες που δούλευαν διάσπαρτα σε ένα τεράστιο κάστρο.(τέλος πρώτου μέρους).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου